Η μείωση των γεννήσεων, η γήρανση του πληθυσμού και η συνεχιζόμενη μετανάστευση νέων στο εξωτερικό αποτελούν τους τρεις βασικούς παράγοντες που δημιουργούν αυτήν την κρίση. Η δημογραφική εικόνα της χώρας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γαλλία Ισπανία, Ιταλία) αλλά και κράτη εκτός ΕΕ που αντιμετωπίζουν παρεμφερή προβλήματα (Ιαπωνία, Νότια Κορέα κ.ά.).
Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, η Ελλάδα εμφανίζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων στην Ευρώπη. Το 2023, ο δείκτης γονιμότητας έφτασε μόλις το 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, αρκετά κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο αντικατάστασης πληθυσμού, που βρίσκεται στο 2,1. Αυτό σημαίνει ότι η φυσική αναπλήρωση του πληθυσμού είναι ανέφικτη χωρίς δραστικές αλλαγές, ενώ η σταθερή γήρανση του πληθυσμού οδηγεί σε αυξανόμενους κινδύνους για το ασφαλιστικό σύστημα και την αγορά εργασίας. Σχεδόν το 22% του πληθυσμού είναι πλέον άνω των 65 ετών, ενώ ταυτόχρονα ο ενεργός εργασιακά πληθυσμός μειώνεται σταθερά.
Η μετανάστευση αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα που επιτείνει το πρόβλημα. Πολλοί νέοι και ειδικευμένοι εργαζόμενοι έχουν επιλέξει να φύγουν από τη χώρα, αναζητώντας καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ή εκτός ΕΕ. Από το 2010, περισσότεροι από 500.000 Έλληνες έχουν μεταναστεύσει, αφήνοντας πίσω τους ένα κενό στην παραγωγική βάση της χώρας. Το φαινόμενο αυτό, γνωστό ως "brain drain", δημιουργεί πρόσθετη πίεση στις υποδομές περίθαλψης της χώρας και επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Η Ελλάδα όμως, δεν αποτελεί εξαίρεση στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Παρόμοια δημογραφικά προβλήματα παρατηρούνται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ιταλία, ο δείκτης γονιμότητας είναι εξίσου χαμηλός, περίπου 1,24 παιδιά ανά γυναίκα, ενώ και εκεί καταγράφεται υψηλό ποσοστό γήρανσης, με το 23% του πληθυσμού να είναι άνω των 65 ετών. Στην Ισπανία, η γονιμότητα βρίσκεται σε παρόμοιο επίπεδο με την Ελλάδα, ενώ η μετανάστευση, ιδιαίτερα προς άλλες χώρες της Ευρώπης, είναι έντονη. Ωστόσο, η Ιταλία και η Ισπανία έχουν καταφέρει να προσελκύσουν κάποιους μετανάστες για να ενισχύσουν τον ενεργό πληθυσμό τους, κάτι που η Ελλάδα δεν έχει επιτύχει.
Σε παγκόσμιο επίπεδο επίσης, υπάρχουν χώρες αντιμετωπίζουν τεράστια και δυσεπίλυτα δημογραφικά προβλήματα. Η Ιαπωνία, με έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στον κόσμο, βρίσκεται σε μια συνεχή δημογραφική ύφεση, με τον πληθυσμό της να μειώνεται κατά 0,7% το χρόνο. Ο δείκτης γονιμότητας είναι ακόμα χαμηλότερος από της Ελλάδας, μόλις 1,26 παιδιά ανά γυναίκα. Παρόμοια κατάσταση παρατηρείται και στη Νότια Κορέα, όπου ο δείκτης γονιμότητας είναι μόλις 0,84, το χαμηλότερο παγκοσμίως. Η ανησυχία για την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα είναι κοινή και στις δύο αυτές χώρες, όπου η γήρανση του πληθυσμού επιφέρει ήδη δυσμενέστατες επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και στις δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη.
Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις, η ελληνική κυβέρνηση έχει ξεκινήσει και αναπτύσσει μία δέσμη πολιτικών, για την αντιμετώπιση του δημογραφικού. Έχουν δοθεί οικονομικά κίνητρα για τις οικογένειες, με την παροχή ειδικών επιδομάτων και φοροελαφρύνσεων για τις τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες, καθώς και υποστήριξη στις νέες μητέρες. Όλα έχουν σαν στόχο την αύξηση της γονιμότητας, ενώ παράλληλα οι προσπάθειες για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης, δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο, αποτρέποντας έτσι την μετανάστευση των νέων και προσελκύοντας τους Έλληνες του εξωτερικού να επιστρέψουν.
Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση προωθεί προγράμματα για την ενσωμάτωση μεταναστών, ώστε να ενισχυθεί ο ενεργός πληθυσμός της χώρας. Η ελεγχόμενη μετανάστευση μπορεί να προσφέρει λύσεις στην έλλειψη εργατικού δυναμικού, ειδικά σε τομείς που οι Έλληνες δεν καλύπτουν πλέον.
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες, αν και δεν έχουν ακόμα αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, δείχνουν καθαρά ότι υπάρχει μια στοχευμένη στρατηγική για την αντιστροφή της γενικής τάσης και της δημογραφικής κατάρρευσης. Στρατηγική η οποία όμως, χρειάζεται να επεκταθεί περισσότερο και να γίνει παραγωγικότερη και αποδοτικότερη.
Παρά τις δυσκολίες, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι δημογραφικές πολιτικές αρχίζουν να αποδίδουν. Το 2022, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, παρατηρήθηκε ελαφρά άνοδος στις γεννήσεις (76.541 έναντι 73.260 το 2021). Δεν μπορεί όμως να χαρακτηριστεί ούτε καν ως αρχή τάσης, μιας και η πτώση του 2023 (στις 71.455 γεννήσεις) φέρνει το σύνολο χαμηλότερα. Επιπλέον, η οικονομική ανάπτυξη που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια μπορεί να αποτελέσει βάση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων στην ελληνική οικονομία και την αγορά εργασίας.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει έναν σοβαρό και πολυεπίπεδο δημογραφικό γρίφο, με σημαντικές επιπτώσεις για το μέλλον της χώρας. Ωστόσο, με κατάλληλες παρεμβάσεις και στρατηγικές, υπάρχουν περιθώρια αισιοδοξίας. Η εμπειρία άλλων χωρών με παρόμοια προβλήματα δείχνει ότι η αλλαγή είναι δυνατή (Γαλλία, Καναδάς), αλλά απαιτείται ανοικτό μυαλό, επιμονή, υπομονή για να αποδώσουν οι αναγκαίες, μακροπρόθεσμες και συνεκτικές πολιτικές. Το δημογραφικό αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα και είναι Δαμόκλειος σπάθη πάνω από την Ελληνική κοινωνία. Είναι όμως στο χέρι και το μυαλό όλων η εφαρμογή, η βελτίωση και η επέκταση των υφιστάμενων πολιτικών. Ώστε να υπάρξουν απτές, δημιουργικές λύσεις, που θα διαμορφώσουν ένα μέλλον πραγματικά βιώσιμο για την χώρα.
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr
capital.gr