Βρήκε λοιπόν και αυτή μια θέση στη μόδα των Παγκόσμιων/Διεθνών ημερών, για να βρεθεί ίσως μια δικαιολογία για την σταδιακή απαξίωση και εγκατάλειψή της από τους άλλους θεσμούς που συνθέτουν τους πυλώνες της ανθρώπινης κοινωνίας.
Η αναγνώριση της αξίας της εκπαίδευσης μέσω μιας «επετείου» σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά την προτεραιότητα που θα έπρεπε να δίνεται στην πιο σημαντική διαδικασία διαμόρφωσης και ενσωμάτωσης του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο, στο πλαίσιο τουλάχιστον των σύγχρονων περίπλοκων κοινωνικών και πολιτικών δομών.
Η ανάγκη για παροχή οργανωμένης και συστηματικής εκπαίδευσης έγινε πρόδηλα στοιχειώδης, από τη στιγμή που η εξέλιξη του υλικού και πνευματικού πολιτισμού καθιστούσε τον μέσο «αμόρφωτο» άνθρωπο ανεπαρκή να ανταποκριθεί στις σύνθετες και περίπλοκες συνθήκες που βίωνε και οι οποίες εξελίσσονταν, από τον 19 ο αιώνα και μετά, με χαρακτηριστικά γεωμετρικής προόδου.
Το κρίσιμο ζητούμενο για τη βασική εκπαίδευση που υιοθετούσαν τα εθνικά κράτη του δυτικού κόσμου ήταν η εξασφάλιση της απόκτησης των απαιτούμενων εκείνων γνώσεων που θα επέτρεπαν στα νεαρά και εξελισσόμενα μέλη των αστικών κοινωνιών να ανταποκριθούν και να συμβάλουν στη συντελούμενη πρόοδο, που αποκτούσε χαρακτήρα χιονοστιβάδας την επαύριο των βιομηχανικών επαναστάσεων.
Ευθύνη της βασικής εκπαίδευσης ήταν η μεταλαμπάδευση της παραδοσιακής γνώσης στους βασικούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, συνδυαστικά με τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, χωρίς να παραβλέπονται και οι ταξικές στοχεύσεις που κυριαρχούσαν στην εκάστοτε χώρα και προωθούνταν από τις κυβερνητικές ελίτ.
Ζητήματα ηθικής, κοινωνικοποίησης, ανάπτυξης δεξιοτήτων, διαμόρφωσης πολιτικής ιδεολόγιας κλπ. δεν αποτελούσαν αντικείμενο της βασικής εκπαίδευσης, καθώς τα αναλάμβαναν άλλοι κοινωνικοί θεσμοί, όπως η οικογένεια, η εκκλησία, οι εφημερίδες και το ευρύτερο περιβάλλον, που λειτουργούσε αλληλεπιδραστικά με τα παιδιά και τους νέους ανθρώπους.
Η επιδερμική αναφορά μου στους παραδοσιακούς σκοπούς και τις προτεραιότητες της εκπαίδευσης αποσκοπεί να αναδείξει και να ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, τη σύγχυση και τη ρευστότητα που χαρακτηρίζει ή επιδιώκεται να χαρακτηρίζει τη σύγχρονη εκπαίδευση.
Ποιος είναι ο ρόλος της και ποιες οι απαιτήσεις από τη βασική εκπαίδευση στο σύγχρονο κόσμο; Γιατί κάθε λίγα χρόνια αναζητούνται νέες κατευθύνσεις και μέθοδοι σε μια διαδικασία που είναι τόσο απλά και φυσικά συνδεδεμένη με τη μετάδοση γνώσεων από την προηγούμενη γενιά στην επόμενη; Γιατί συνεχώς υπενθυμίζεται η ανάγκη προσαρμογής του δάσκαλου σε νέα δεδομένα και ρόλους, ενώ αυτονόητα η αποστολή του είναι αυτή του διαμεσολαβητή-αγωγού ανάμεσα στη γνώση και το μαθητή;
Η απάντηση ευτυχώς ή δυστυχώς είναι απλή και αυτονόητη. Η κοινωνία και οι υπόλοιποι θεσμοί της περιμένουν από το σχολείο και τις λειτουργίες του να υποκαταστήσουν τη δική τους λειτουργία και ευθύνη.
Η οικογένεια έχει πάψει να έχει τη μορφή, τον χαρακτήρα και τη λειτουργικότητα που της επέτρεπαν να ενεργοποιείται καθοδηγητικά και ως φορέας κοινωνικοποίησης για τα νέα μέλη της, τα οποία στο πλαίσιο της αποκτούσαν τις ηθικές αρχές, τις αξίες, τις δεξιότητες και τις ικανότητες που
απαιτούνταν για να προκόψουν.
Η Εκκλησία έχει περιθωριοποιηθεί, συκοφαντηθεί και απαξιωθεί, εκούσα ακούσα, και δεν φαίνεται διατεθειμένη να επανέλθει στο ρόλο του ηθικού καθοδηγητή της νεολαίας προς έναν γόνιμο, συγκροτημένο και μετρημένο βίο. Το εθνικό κράτος έχει ξεπεραστεί και έχει εξελιχθεί σε διεκπεραιωτή οικονομικών και «μεταναστευτικών» πολιτικών, αδυνατώντας να εγγυηθεί την ασφάλεια, την υγεία, την
αξιοκρατία και εν τέλει την παιδεία των πολιτών του. Τα μέσα ενημέρωσης είναι πια φορείς χυδαίας καταναλωτικής προπαγάνδας και ουραγοί των κοινωνικών δικτύων που εμπλέκουν σαγηνευτικά στον ιστό τους τους νέους ανθρώπους, εύκολα θύματα των κερδοσκοπικών τους επιδιώξεων. Αποτέλεσμα όλων αυτών των διαπιστωμένων φαινομένων είναι μια κοινωνία σε αποδόμηση και αποδρομή, που δήθεν εκπλήσσεται και αγανακτεί από όσα τραγικά βιώνει και τελικά αναζητά κάποιον να του φορτώσει όλες τις ευθύνες της.
Το σχολείο και η εκπαίδευση αποδείχθηκε και αποδεικνύεται το εύκολο θύμα, ο αποδιοπομπαίος τράγος που φορτώνεται όλες τις υποχρεώσεις των άλλων και όλες τις ευθύνες τους. Υποκριτικά, αναρωτιούνται τι κάνει το σχολείο εμπρός στην καταιγίδα της ανηθικότητας, της χυδαιότητας, της κυνικότητας που σαρώνει τα πάντα και κυρίως τους νέους ανθρώπους που δεν έχουν πυξίδα. Πόσα μπορεί να κάνει όμως το σχολείο, όταν φορτώνεται συνεχώς αρμοδιότητες, παραβλέποντας ή αδυνατώντας να εκπληρώσει σωστά τη βασική του αποστολή και ευθύνη, να μαθαίνει τα παιδιά μας γράμματα;
Το σχολείο δεν είναι, δεν πρέπει να είναι ψυχαναλυτικό πεδίο, οικογενειακός σύμβουλος, σωφρονιστικός
μηχανισμός, εργαστήριο δεξιοτήτων, διοργανωτής δράσεων….. Το σχολείο πρέπει να παρέχει γνώσεις, πολλές και ουσιαστικές, που θα καλλιεργήσουν τη νεανική ψυχή και το μυαλό του μαθητή, θα τα κάνουν γόνιμο έδαφος για να καρπίσουν η νεανική ορμή και η καθαρότητα της σκέψης, θα του δημιουργήσουν το υπόβαθρο για να αναπτύξει κριτική σκέψη (ποια κριτική σκέψη μπορεί να καλλιεργηθεί σε ένα μυαλό βυθισμένο στην αμάθεια, την απουσία επαρκούς λεξιλογίου και αδυναμία έκφρασης;), θα του υποβάλει
εσωτερική πειθαρχία αλλά και θα τον απομακρύνει από την ηθική εντροπία, με τα όρια και τους κανόνες που θα του επιβάλει. Σε ένα ισορροπημένο και «κατά φύσιν» συγκροτημένο σχολικό περιβάλλον, με αυστηρά διακριτούς ρόλους και αυτονόητα επιβεβλημένες υποχρεώσεις η εκπαίδευση θα ξαναβρεί το δρόμο της και θα αφήσει καθαρό και ανεξίτηλο το σημάδι της στην ψυχή και το μυαλό του νέου ανθρώπου.
Όταν επαναπροσδιοριστεί η λειτουργία της βασικής εκπαίδευσης, όταν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές ξαναγίνουν «Δάσκαλοι», όταν οι μαθητές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι τέτοιοι που πρέπει (και όχι ανιστόρητοι και αγεωγράφητοι τελειόφοιτοι που αποτελούν αντικείμενο ψυχαγωγικής γελοιοποίησης σε τηλεοπτικές εκπομπές και παρωδίες), όταν οι γονείς εμπιστευτούν τους εκπαιδευτικούς για να μαθαίνουν στα παιδιά τους γράμματα, ενώ οι ίδιοι αποδέχονται πως «ὅς αγαπᾷ
παιδεύει», όταν οι πολιτικοί προϊστάμενοι έχουν συνείδηση και γνώση του τι συμβαίνει και του τι πρέπει να συμβαίνει στα σχολεία, τότε και μόνο τότε θα επανέλθει η κανονικότητα στο σχολείο…
Και η κανονικότητα του σχολείου είναι μία: Μάθημα, Μάθημα, Μάθημα!!!
Ευάγγελος Χιώτης
Ιστορικός – Φιλόλογος
Δ/ντης Δευτεροβάθμιας HEA