Η καύση Απορριμμάτων στην Πελοπόννησο: «Πράσινη λύση» ή περιβαλλοντική παγίδα;
Όταν η διαχείριση σκουπιδιών μετατρέπεται σε πολιτικό και κοινωνικό στοίχημα.
Η διαχείριση των απορριμμάτων στην Πελοπόννησο παραμένει για χρόνια ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα
Άρθρο της Χαράς Βαραβέρη

Η συσσώρευση σκουπιδιών, η ανεπάρκεια των ΧΥΤΑ και οι συνεχείς καθυστερήσεις στα έργα διαχείρισης, έχουν οδηγήσει τις αρχές στην αναζήτηση «εναλλακτικών λύσεων». Μία από αυτές είναι η ενεργειακή αξιοποίηση, δηλαδή η καύση απορριμμάτων με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας. Όμως είναι πραγματικά μια βιώσιμη επιλογή για την Πελοπόννησο;

 Τι σημαίνει «καύση απορριμμάτων»

Η μέθοδος waste-to-energy (WtE) στηρίζεται στην αποτέφρωση αστικών στερεών αποβλήτων ή καυσίμων που προέρχονται από αυτά (RDF/SRF). Η καύση αυτή παράγει ενέργεια, αλλά και ρύπους, όπως διοξίνες, φουράνια, βαρέα μέταλλα και μικροσωματίδια.

Στην πράξη, η διαδικασία δεν αφορά «σκουπίδια όπως είναι», αλλά προεπεξεργασμένα υλικά, όπως δείχνει η μελέτη Residue Derived Fuels as an Alternative – Possibilities in Greece (AIMS Press, 2014). Οι ερευνητές τονίζουν ότι η ενεργειακή αξιοποίηση μπορεί να έχει νόημα μόνο όταν το υπόλειμμα έχει καθαρή σύσταση και χαμηλή υγρασία.

 

 Επιστημονικά δεδομένα για τις επιπτώσεις

Η διεθνής επιστημονική κοινότητα παραμένει διχασμένη.

 

Σύμφωνα με τον Traven et al. (2023), οι σύγχρονες μονάδες καύσης, με αυστηρό έλεγχο εκπομπών και φίλτρα τελευταίας γενιάς, δεν συνεισφέρουν σημαντικά στη ρύπανση του αέρα ή σε προβλήματα υγείας.
Αντίθετα, άλλες μελέτες, όπως η Bottini et al. (2025) και η Morgan et al. (2019), επισημαίνουν ότι οι εγκαταστάσεις παλαιότερης τεχνολογίας ή κακής διαχείρισης μπορούν να προκαλέσουν συσσώρευση τοξικών ρύπων, κυρίως διοξινών και βαρέων μετάλλων, που εισχωρούν στο έδαφος και στη διατροφική αλυσίδα.

Η συστηματική ανασκόπηση του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης (KU, 2024) καταλήγει ότι η επικινδυνότητα των WtE εξαρτάται από τη σύνθεση της πρώτης ύλης και τη συνεχή παρακολούθηση των εκπομπών. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι οι στάχτες πυθμένα και φίλτρων περιέχουν συγκεντρώσεις επικίνδυνων στοιχείων, που απαιτούν ειδική διαχείριση.

 

 Η ελληνική εμπειρία και τα δεδομένα

Στην Ελλάδα, η έρευνα των Ψωμόπουλου, Βενέτη & Themelis (Columbia University, 2014) υπολόγισε ότι η εφαρμογή μονάδων WtE θα μπορούσε να μειώσει την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας και να ενισχύσει το εμπορικό ισοζύγιο. Όμως, υπογράμμισε ότι αυτό ισχύει μόνο αν οι μονάδες λειτουργούν με αυστηρούς περιβαλλοντικούς όρους και πλήρη ενεργειακή αξιοποίηση.

Στο εσωτερικό, η διπλωματική εργασία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου «Η Καύση ως Τεχνική Διαχείρισης Αποβλήτων» (ΑΠΘ, 2018), υπογραμμίζει ότι η τεχνολογία μπορεί να συμβάλει στην αποσυμφόρηση των ΧΥΤΑ, αλλά «δεν αποτελεί πανάκεια». Εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι οι τοπικές κοινωνίες, όπως της Πελοποννήσου, έχουν χαμηλή αποδοχή τέτοιων έργων, κυρίως λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης και ενημέρωσης.

Παράλληλα, η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) του Υπουργείου Περιβάλλοντος (2024) για το εθνικό δίκτυο ενεργειακής αξιοποίησης αναγνωρίζει την Πελοπόννησο ως μία από τις πιθανές περιοχές εγκατάστασης μελλοντικών μονάδων, επισημαίνοντας όμως την ανάγκη εκτεταμένης διαβούλευσης και περιβαλλοντικού ελέγχου.

 Τι σημαίνει για την Πελοπόννησο

Η Πελοπόννησος αντιμετωπίζει εδώ και χρόνια προβλήματα με τους χώρους ταφής και την προσωρινή μεταφορά απορριμμάτων. Η δημιουργία μονάδας καύσης, είτε στην Τρίπολη είτε κοντά στη Σπάρτη, όπως έχει κατά καιρούς συζητηθεί, προβάλλεται ως λύση που θα περιορίσει τα σκουπίδια και θα παράγει ενέργεια.

Όμως, τα ερωτήματα παραμένουν:

  • Πόσο «καθαρή» θα είναι η πρώτη ύλη (RDF/SRF);
  • Υπάρχουν εγκαταστάσεις με δυνατότητα ασφαλούς διαχείρισης της στάχτης;
  • Ποιος θα ελέγχει τη συνεχή εκπομπή μικροσωματιδίων και διοξινών;

Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Γ. Μόργκαν (Environmental Epidemiology, 2019), η πραγματική ασφάλεια των μονάδων εξαρτάται όχι μόνο από την τεχνολογία, αλλά και από το αν υπάρχει συνεχής διαφάνεια και περιβαλλοντική επιτήρηση.

Κοινωνική και πολιτική διάσταση

Η μελέτη των Subiza-Pérez et al. (2023) τονίζει ότι οι κοινωνικές αντιδράσεις στις μονάδες καύσης είναι συνδεδεμένες με την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις αρχές και τη βιομηχανία. 

Οι πολίτες θεωρούν ότι η καύση είναι «μεταμφιεσμένη ρύπανση» όταν δεν συνοδεύεται από προγράμματα ανακύκλωσης και πρόληψης.

Στην Πελοπόννησο, η πραγματικότητα δεν είναι διαφορετική. Η απουσία επαρκούς ανακύκλωσης και κομποστοποίησης δημιουργεί την αίσθηση ότι η καύση «έρχεται για να καλύψει αποτυχίες». Έτσι, ενώ οι αρχές μιλούν για «ενεργειακή αξιοποίηση», οι κάτοικοι φοβούνται νέα περιβαλλοντικά βάρη και κινδύνους για την υγεία.

Η καύση απορριμμάτων δεν είναι από μόνη της εχθρός, ούτε όμως πανάκεια.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι μπορεί να λειτουργήσει με ασφάλεια μόνο σε χώρες με ισχυρή περιβαλλοντική εποπτεία, καθαρή διαλογή και κοινωνική εμπιστοσύνη.

Στην Πελοπόννησο, όπου η διαχείριση απορριμμάτων παραμένει συχνά αποσπασματική και προβληματική, η υιοθέτηση της καύσης χωρίς ώριμο πλαίσιο θα ήταν επικίνδυνο πείραμα.
Η λύση, όπως προκύπτει από τις επιστημονικές μελέτες, βρίσκεται σε ιεραρχημένη πολιτική διαχείρισης:
μείωση , επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση και, μόνο στο τέλος, ενεργειακή αξιοποίηση των υπολειμμάτων.

Η καύση απορριμμάτων στην Πελοπόννησο δεν είναι μια “πράσινη ιδέα”· είναι μια γκρίζα πραγματικότητα με πράσινο περιτύλιγμα.
Αν εφαρμοστεί χωρίς πλήρη έλεγχο, διαφάνεια και ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών, κινδυνεύουμε να μετατρέψουμε το φυσικό μας τοπίο σε βιομηχανική αυλή.

Η λύση στα σκουπίδια δεν είναι να τα κάψουμε.Είναι να παράγουμε λιγότερα.
Και αν η πολιτεία θέλει πραγματικά να προχωρήσει σε μια νέα εποχή διαχείρισης απορριμμάτων, ας ξεκινήσει από το αυτονόητο: εκπαίδευση, ανακύκλωση, ευθύνη.