Βενετικές Οχυρώσεις στον Ακροκόρινθο
…η δε γε Ακροκόρινθος και πάντη απρόσμαχος και τείχεσιν ισχυροτάτοις ωχυρωμένη.
Κριτόβουλος Μιχαήλ ο Ίμβριος (F.H.G., V,121β)

Ο Στράβων αποκαλεί τον Άκροκόρινθο «Όρος υψηλόν όσον τριών ήμισυ σταδίων» και ο Παυσανίας αναφέρει ότι το υψόμετρο του βραχώδους και απόκρημνου βράχου ανέρχεται σε περίπου 575,0μ. Άποτελούσε την οχυρωμένη ακρόπολη της Κορίνθου που ήταν προσβάσιμη από την δυτική πλευρά 

Οι Bενετοί, με διοικητή τον Francesco Morosini, κατάφεραν τελικά στις 2 Άυγούστου 1687 να καταλάβουν το φρούριο, το οποίο κράτησαν σταθερά μέχρι το 1715 ότε παραδόθηκε στους Τούρκους μετά από πολιορκία 6 ημερών. 

Οι Τούρκοι είχαν προσπαθήσει να το ξανακαταλάβουν δύο φορές, χωρίς επιτυχία, το 1689 και το 1692, (i Turchi avessero tentato di rioccuparla). Περιγραφή του Άκροκορίνθου υπάρχει, έστω και με λίγες ανακρίβειες, στις Εκθέσεις των Βενετών αξιωματούχων μεταξύ αυτών του Ιακώβου Κορνέρ Γενικού Προνοητού Πελοποννήσου που υποβλήθηκε μετά την επιστροφή του στη Βενετία το 1690. 

Επί πλέον και για την οχύρωση των στενών του Ισθμού. ο πρώτος Provveditore Generale da Mar μετά τον Morosini, G. Corner, (Τζιάκομο Κορνέρ) αντιμετώπισε τις πρώτες δυσκολίες που προέκυψαν από τις προτάσεις για την υπεράσπιση του Ισθμού κατά τη διάρκεια της θητείας του. (primo provveditore generale da Mar dopo Morosini, G. Corner, durante il suo mandato affrontb le prime difficolta sorte dalle proposte per la difesa dell’ Istmo).

Συγκεκριμένα μεταξύ των πολλών γράφει, σε μετάφραση του Άγαμ. Τσελίκα:

 …«Η περιφέρεια αυτού του φρουρίου περιβάλλει σε μήκος τριών μιλίων την κορυφή ενός     απόκρημνου βράχου που αποτελείται από τρία χωριστά υψώματα…».

Επί πλέον εκθειάζει τα πλεονεκτήματα και χαρακτηριστικά της θέσης και παράλληλα προτείνει και στρατιωτικά μέτρα για να γίνει το φρούριο απόρθητο. 

Έτσι η κυριαρχία των Βενετών αν και σύντομη άφησε έντονο αποτύπωμα στον όγκο του Άκροκορίνθου. 

Είχε προηγηθεί έντονη οικοδομική δραστηριότητα από τους Οθωμανούς μετά την κατάκτηση του το 1458 οι οποίες κάλυψαν τις απαιτήσεις της στρατιωτικής τέχνης μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα. 

Στην επέκταση του οικισμού πίσω από το τρίτο τείχος που υπάρχει ευρύς χώρος κατοικούσαν οι μωαμεθανοί και εκεί κατασκευάσθηκαν τρία τεμένη και πολλά κτίσματα.

Οι εξελίξεις στην οχυρωματική τέχνη όπως αναπτύχθησαν κατά τον 17ον αιώνα επέβαλλαν νέες προσεγγίσεις κυρίως για την αντιμετώπιση του πυροβολικού. 

Έτσι πραγματοποίησαν ένα κατασκευαστικό πρόγραμμα μεγάλης κλίμακας αφού διαπιστώθησαν οι αμυντικές δυνατότητες των τριών οχυρωματικών γραμμών και οι επισκευές που έπρεπε να γίνουν μετά από μελέτη για την ενισχυσή του. 

Οι επεμβάσεις που πραγματοποιήθησαν διαπιστώνονται και είναι ορατές και σήμερα, εκτός των τμημάτων που έχουν καταρρεύσει και είναι ερείπια.

 Είναι δε αναγνωρίσιμες ότι ανήκουν σε αυτή την εποχή από τα υλικά δομής, τους λίθους, από τα κονιάματα και από τον τρόπο κατασκευής που προβάλλει ο σύγχρονος αμυντικός χαρακτήρας της εποχής. 

Το πρόγραμμα περιελάμβανε παρεμβάσεις στην υπάρχουσα οχύρωση, στην ενίσχυση της θεμελίωσης των προμαχώνων, στην κατασκευή τάφρου στη δυτική πρώτη γραμμή άμυνας και στη μερική ανακατασκευή φρουρίων στη δυτική πλευρά. 

Έγιναν σημαντικές επεμβάσεις στα τείχη στο χρονικό διάστημα της Βενετοκρατίας προσαρμόζοντας αυτά με τις νέες απαιτήσεις της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής τόσο στα πάχη των τειχών όσο και στη θέση και μορφή τους. 

Είναι γνωστή η συμμετοχή του Γάλλου μηχανικού Pietro De La Salle, ο οποίος βρισκόταν στην υπηρεσία των Βενετών από τα πρώτα χρόνια της κατάληψης του Μοριά, στην ολοκλήρωση των εργασιών στον Άκροκόρινθο.

Έμμεσα προκύπτει ότι παρέμεινε στον Άκροκόρινθο μέχρι το 1706 ότε μετεκινήθηκε και ασχολήθηκε με τις οχυρώσεις της Άκροναυπλίας. 

Είναι χαρακτηριστική η συμφωνία που υπογράφεται στις 7 Μαρτίου 1707 μεταξύ των Βενετών και δύο Ρουμελιωτών μαστόρων του Μάστρο Δήμου και του Μάστρο Γιάννη με τις ομάδες τους (μπουλούκια), (con le loro compagnie) για να επισκευάσουν τα τείχη στον Άκροκόρινθο με αμοιβή δύο ρεάλια για κάθε passo (μονάδα μήκους ίση με 1,73μ.). 

Στην τιμή περιλαμβανόταν η τροφή των εργατών, η τροφοδοσία άχυρου για τα ζώα και ασβέστη για την επισκευή. (restauratione delle murre della fortezza e castello di Corinto).

Για τον σχεδιασμό των αμυντικών έργων στην Πελοπόννησο ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε ο μηχανικός Giancix ο οποίος ήλθε στην Πελοπόννησο με το βαθμό του γενικού λοχαγού του Βασιλείου του Μοριά. 

Τον Φεβρουάριο του 1710 ήλθε στον Άκρικόρινθο με σκοπό να εξετάσει τις οχυρώσεις και τις επισκευάσει σύμφωνα με τις εμπειρίες του .


Επί πλέον η χρήση των κανονιών επέβαλλε τα άνοιγμα κανονιοθυρίδων, την διαμόρφωση του εδάφους και κατασκευή δρόμων για τη μεταφορά τους. 

Επίσης έγινε επισκευή της μεγάλης υπόγειας κιστέρνας (υπόγεια δεξαμενή) που είχε φέροντα οργανισμό περιμετρικές τοιχοδομές με αραιές αντηρίδες και 9 κεντρικούς πεσσούς ορθογώνιας διατομής 0,80 x 1,20μ. συνδεόμενους με τόξα από οπτόπλινθους και κονίαμα. Είχε περίπου ορθογωνικό σχήμα με διαστάσεις 6,0 x 24,0μ. και επιφάνεια περίπου 200,0τ.μ. με μέσο ύψος 3,50μ. και έφερε επικάλυψη διπλό θόλο από οπτοπλίνθους συνδεόμενους με κονίαμα. 

Η κατασκευή, με αρχιτεκτονικά κριτήρια, προσφέρει σοβαρές ενδείξεις ότι κατασκευάστηκε την εποχή του Ιουστινιανού. Άκόμη κτίστηκαν δύο μεγάλοι ναοί και κατασκευάσθηκε μία μεγάλη στρατώνα η θέση της οποίας έχει εντοπιστεί, παραμένει όμως άσκαφτη. 

Άναφορά για την στρατώνα αυτή υπάρχει στην έκθεση του Γενικού Προνοητή Πελοποννήσου Ιακώβου Κορνέρ η οποία στάλθηκε στον «Γαληνότατο Πρίγκηπα και αγαθότατο Συμβούλιο» της Βενετίας κατά την επιστροφή του τον Ιανουάριο του 1690.

Σε μετάφραση Άγαμέμνονα Τσελίκα:

    «Στην Κόρινθο χτίστηκαν στρατώνες ικανοί να στεγάσουν χίλιους άνδρες».
Η Γαληνοτάτη απέδιδε μεγάλη σημασία στην Κόρινθο και στο κάστρο της οχυρώνοντας την περιοχή με πολλαπλές γραμμές άμυνας αξιοποιώντας τη μορφολογία του εδάφους, το ανάγλυφο, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του τόπου. 

Το ενδιαφέρον για τη Κόρινθο πιστοποιείται και από πολλές Βενετικές εκθέσεις, μεταξύ αυτών και του Δομίννικου Γρίττη Σύνδικου Καταστιχωτή στο Βασίλειο του Μορέα η οποία διαβάστηκε στην εξοχωτάτη Γερουσία το 1691 μετά την επιστροφή του. Παρατίθεται σε μετάφραση από τον Άγαμέμνονα Τσελίκα:
    …Εκτός του ότι, επειδή εκλήθη ο έμπειρος Vandeygh υπό τις διαταγές του εξοχωτάτου κυρίου     Γενικού Προβλεπτού Ζένου και παρέμεινε για τρείς ολόκληρους μήνες για τις ανάγκες της     οχύρωσης της Κορίνθου, με την απουσία του σταμάτησαν τα σχέδια όσων περιοχών είχε κάνει     στην προηγούμενη αποστολή του…..
Οι Βενετοί είχαν αντιληφθεί τις αδυναμίες της θέσης του Άκροκορίνθου που δεν μπορούσε λόγω απόστασης να αποτρέψει επιθέσεις των Τούρκων στην περιοχή του Ισθμού και το πέρασμα αυτών από την κοιλάδα του Λευκού (Ξεριά) ποταμού.
Όφειλαν να κατασκευάσουν στα πεδινά τμήματα νέες γραμμές οχυρώσεων που θα συνδυάζονταν μεταξύ τους και με τις οχυρώσεις στον Άκροκόρινθο. Ουσιαστικά προόριζαν το φρούριο ως έσχατη γραμμή άμυνας, ως τελευταίο και ασφαλές καταφύγιο και συγχρόνως επιτελική βάση των οχυρώσεων που θα έκαναν στη πεδιάδα του Ισθμού και στον ορεινό όγκο των Ονείων ορέων. Άκόμη επεμβάσεις και προσαρμογές στα νέα δεδομένα περιορίστηκαν κυρίως στον Άκροκόρινθο και δεν πραγματοποιήθησαν σε φρούρια σε άλλα μέρη της Πελοποννήσου, όπως στο Ναύπλιο, Άργος, Μεθώνη, Κορώνη.
Η Εικ.6 απεικονίζει ένα έγχρωμο γεωφυσικό χάρτη με διαστάσεις 97 x 81 εκ. ο οποίος στο κάτω και δεξιά τμήμα φέρει υπόμνημα σε πλαίσιο χρυσό και πάνω στο πλαίσιο οικόσημο. Πιθανή χρονολόγηση σύνταξη του χάρτη το 1695. Φέρει τον τίτλο:
    Carte topographique De ‘Lisme, De ‘Corinte, Levee Par Royssin Colonel et Inginieur De     la Sme Republique De Ve/ Echelle de mille Pas geometriques

Βιβλιογραφία: «Το Territorio της Κορίνθου και η Βενετική Υδατογέφυρα στο ποτάμι Ράχιανι του Άσσου Κορινθίας (Ιστορία-κατασκευή)» Έκδοση "Καταγράμμα", Κόρινθος 2023.