Η Γερμανία αντιμέτωπη με το "σοκ της Κίνας"
Στη δεκαετία του 2000, οι ΗΠΑ βίωσαν μια σοβαρή αποβιομηχανικοποίηση λόγω του αυξημένου εμπορίου με την Κίνα, γνωστή ως "το σοκ της Κίνας".

 Ωστόσο, η Γερμανία τότε γνώρισε ανάπτυξη στις εξαγωγές της, ιδιαίτερα στα μηχανικά εργαλεία και τα αυτοκίνητα. Από το 2020, όμως, η κατάσταση άλλαξε δραματικά. Η Γερμανία αντιμετωπίζει πλέον ένα ανάλογο σοκ, με την Κίνα να γίνεται κύριος ανταγωνιστής σε ηλεκτρικά οχήματα και μηχανήματα, απειλώντας έτσι τους πυλώνες της γερμανικής οικονομίας.

Στις ΗΠΑ, μετά την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, οι αυξανόμενες εισαγωγές από την Κίνα εκτόπισαν εργαζόμενους σε βιομηχανίες χαμηλού κόστους, όπως τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και τα έπιπλα. Πολλοί εργάτες αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στον τομέα των υπηρεσιών, όπου οι μισθοί ήταν σημαντικά χαμηλότεροι, ή έμειναν άνεργοι, με επακόλουθες πολιτικές επιπτώσεις, όπως την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2016. Αντίθετα, στη Γερμανία, παρά τον αυξανόμενο εισαγωγικό ανταγωνισμό, οι εξαγωγές στην Κίνα αυξήθηκαν δραματικά, χάρη στην ισχυρή παρουσία της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και των μηχανικών εργαλείων στην κινεζική αγορά.

Ωστόσο, από το 2020, η Γερμανία βιώνει μια ιστορική ανατροπή. Οι εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν κατά 60% μεταξύ 2020 και 2022, με ιδιαίτερη πίεση να ασκείται από τα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα και μηχανήματα. Αυτή η τάση οδήγησε την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιβάλει δασμούς έως και 45,3% για τα ηλεκτρικά οχήματα και έως 66,7% για τους μηχανικούς εξοπλισμούς το 2024, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι εισαγωγές. Παράλληλα, οι εξαγωγές της Γερμανίας στην Κίνα έχουν μειωθεί σημαντικά, με τις πωλήσεις αυτοκινήτων να πέφτουν κατά 70% μεταξύ 2022 και 2024, καθώς οι κινεζικές μάρκες κυριαρχούν όλο και περισσότερο στην εγχώρια αγορά. Στον τομέα των μηχανημάτων, η Γερμανία έχει μετατραπεί σε καθαρό εισαγωγέα από την Κίνα από το 2015, μια τάση που επιδεινώθηκε τα τελευταία χρόνια.

Ο κίνδυνος για τη Γερμανία είναι μεγαλύτερος από αυτόν που αντιμετώπισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 2000. Οι βιομηχανίες αυτοκινήτων και μηχανημάτων αποτελούν τον πυρήνα της γερμανικής οικονομίας, απορροφώντας το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη και καθορίζοντας την τεχνολογική ηγεσία της χώρας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το σοκ της Κίνας επηρέασε κυρίως βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας, ενώ στη Γερμανία απειλείται η ίδια η βάση της βιομηχανικής της ισχύος.

Για να αποφευχθεί μια καταστροφική αποβιομηχανικοποίηση, προτείνεται μια στρατηγική εμπνεόμενη από την ίδια την κινεζική βιομηχανική πολιτική. Η πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά θα πρέπει να γίνεται υπό όρους, με την Κίνα να συνεργάζεται με ευρωπαϊκές εταιρείες μέσω κοινοπραξιών ισότιμης συμμετοχής, οι οποίες θα εγγυώνται τη μεταφορά τεχνολογίας. Για παράδειγμα, οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες θα μπορούσαν να συνεργαστούν με κινεζικούς παραγωγούς μπαταριών για να αποκτήσουν απαραίτητη τεχνογνωσία.

Αυτή η προσέγγιση είναι απαραίτητη, δεδομένων των αποτυχιών που έχουν σημειωθεί στην Ευρώπη. Ευρωπαϊκές εταιρείες παραγωγής μπαταριών, όπως η Northvolt και η ACC, αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα στην αύξηση της παραγωγικής τους κλίμακας, με ποσοστά απορριμμάτων που φθάνουν έως και το 90%. Μια στρατηγική συνεργασία με κινεζικές εταιρείες θα μπορούσε να επιταχύνει τη διαδικασία μάθησης και να βοηθήσει τις ευρωπαϊκές εταιρείες να γίνουν ανταγωνιστικές.

Συνοψίζοντας, η Γερμανία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο. Η Κίνα έχει γίνει ηγέτης στην παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων και μηχανημάτων, ενώ η γερμανική βιομηχανία εξακολουθεί να βασίζεται σε τεχνολογίες του παρελθόντος, όπως οι κινητήρες εσωτερικής καύσης. Για να αποφευχθεί μια καταστροφική αποβιομηχανικοποίηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να διατηρήσει τους δασμούς ως ασπίδα για τους ευρωπαϊκούς παραγωγούς και να επιβάλλει στρατηγικές κοινοπραξίες που θα ευνοούν την τεχνολογική ανάπτυξη στην Ευρώπη. Χωρίς τέτοια μέτρα, το σοκ της Κίνας μπορεί να αφήσει τη Γερμανία χωρίς τους πιο στρατηγικούς της οικονομικούς τομείς.

Της Dalia Marin

CAPITAL.GR