Σε κρίσιμο σημείο βρίσκεται η αγορά ακινήτων, καθώς από την μία πλευρά, συνεχίζεται η ανοδική πορεία των τιμών, έστω και χαμηλότερο ρυθμό έναντι της περιόδου 2022-2024, αλλά από την άλλη, συνεχίζεται το μεγάλο έλλειμμα προσφοράς κατοικιών, ειδικά στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, χωρίς μάλιστα να διαφαίνεται κάποια άμεση λύση, που θα αποσυμπιέσει την κατάσταση.
Στο πλαίσιο αυτό, ενδεχομένως και να λειτουργήσει θετικά, έστω μεσοπρόθεσμα, η σταδιακή εξομάλυνση της στρέβλωσης που προκλήθηκε στην αγορά την τελευταία διετία, λόγω των διαδοχικών αλλαγών στο πρόγραμμα της Χρυσής Βίζα. Οι αλλαγές αυτές έφεραν ένα "κύμα" αγορών κατοικιών από ξένους επενδυτές, που εντέλει "φούσκωσαν" κι άλλο τις τιμές στις περιοχές, όπου επιχειρήθηκε αυτές να συγκρατηθούν μέσω των αλλαγών στα όρια επένδυσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για την νομισματική πολιτική που δημοσιεύτηκε χθες, κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο, οι καθαρές ξένες επενδύσεις για την αγορά ακινήτων, σημείωσαν ετήσια πτώση κατά 31,4% σε 356,8 εκατ. ευρώ, από 520 εκατ. ευρώ, κατά το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους. Στο σύνολο του 2024, σημειώθηκε ιστορικό υψηλό με επενδύσεις 2,75 δις ευρώ, ποσό αυξημένο κατά 30% συγκριτικά με το 2023.
Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες, στοιχείο που ενδεχομένως να αλλάξει την εδραιωμένη πεποίθηση αρκετών πωλητών, ότι θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν αγοραστές για τα ακίνητά τους, σε τιμές αρκετά υψηλότερες. Η αλλαγή αυτή στις προσδοκίες είναι μια επιθυμητή εξέλιξη, καθώς, όπως τονίζει και η ΤτΕ στην έκθεση, "μια περαιτέρω άνοδος των τιμών των κατοικιών αναμένεται να οδηγήσει σε κόπωση της εγχώριας ζήτησης στις περιοχές εκείνες όπου οι αξίες υπερβαίνουν τα επίπεδα προσιτότητας για τα νοικοκυριά και όπου τα ακίνητα προς πώληση δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των υποψήφιων αγοραστών".
Παράλληλα, η ΤτΕ τονίζει ότι "προγράμματα ενίσχυσης των νοικοκυριών μέσω της επιδότησης δανείων ή μισθωμάτων, αν και είναι κοινωνικά προς τη σωστή κατεύθυνση, αυξάνουν περαιτέρω την ήδη υπερβάλλουσα ζήτηση και, εφόσον δεν συνδυαστούν με δραστικές πρωτοβουλίες τόνωσης της προσφοράς ακινήτων, δεν μπορούν να δώσουν βιώσιμη λύση στο συνεχώς αυξανόμενο στεγαστικό ζήτημα της χώρας. Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος, απαιτείται ευρύτερος εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός, που θα αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας στην περιφέρεια και στην αποσυμφόρηση των μητροπολιτικών κέντρων, οδηγώντας σε μια ισόρροπη διασπορά της ζήτησης ακινήτων στο σύνολο της επικράτειας".
Ουσιαστικά, η ΤτΕ ασκεί κριτική στην κυβέρνηση για το πρόγραμμα "Σπίτι Μου", καθώς έτσι όπως εφαρμόζεται, καταλήγει να οδηγεί σε τεχνητή αύξηση των τιμών πώλησης, με αποτέλεσμα να έχει τελικά το αντίθετο αποτέλεσμα από την αρχική πρόθεση, καθώς όχι μόνο καταλήγει να απογοητεύει πολλούς πιθανούς δικαιούχους, αλλά δυσχεραίνει την απόκτηση κατοικίας και για τους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους αγοραστές, μέσω της συνολικής ανόδου των τιμών.
Εν τω μεταξύ, τα "νέα" από το "μέτωπο" της προσφοράς μόνο ευχάριστα δεν είναι, μετά την απόφαση του ΣτΕ για το ΝΟΚ και την αναστάτωση που έχει επιφέρει. Σύμφωνα με την ΤτΕ, "στους παράγοντες που επιβαρύνουν τη λειτουργία της αγοράς, οι οποίοι σχετίζονται μεταξύ άλλων με το αυξημένο κόστος κατασκευής, την έλλειψη εργατικού δυναμικού και την πολυπλοκότητα και τις καθυστερήσεις στις διαδικασίες μεταβιβάσεων, προστίθενται οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα την εύρυθμη εξέλιξη της οικοδομικής δραστηριότητας. Παράλληλα, στην αγορά κατοικίας, με την οικονομική προσιτότητα της στέγασης να αποτελεί ήδη σημαντικό ζήτημα για τα νοικοκυριά, η ενίσχυση της ανισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης αναμένεται να διατηρήσει οξυμένο το πρόβλημα κατά την προσεχή περίοδο, με την έλλειψη χώρων να επηρεάζει σε μεγαλύτερο βαθμό τα μητροπολιτικά κέντρα και τους τουριστικούς προορισμούς".
Ήδη, η υπόθεση του ΝΟΚ αντανακλάται στην πορεία της οικοδομικής δραστηριότητας, η οποία υποχώρησε κατά το πρώτο δίμηνο, τόσο σε όρους δομήσιμου όγκου οικοδομών (-49,7%) όσο και στον αριθμό αδειών (-50,8%), ενώ στην περιοχή της Αττικής οι αντίστοιχες μειώσεις ήταν σημαντικά μεγαλύτερες (-59,2% και -57,5%). Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, οι επενδύσεις σε κατοικίες (εποχικώς διορθωμένα στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ σε σταθερές τιμές) το α΄ τρίμηνο του 2025 μειώθηκαν οριακά, σε ετήσια βάση, κατά 0,3% και συνεχίζουν να παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,1%). Παράλληλα, το συνολικό κόστος κατασκευής νέων κτιρίων κατοικιών (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ) κατά το α΄ τρίμηνο του 2025 συνέχισε να αυξάνεται (3,5% σε ετήσια βάση), σημειώνοντας μικρή επιβράδυνση σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024 (4,0%).
Στο πλαίσιο αυτό, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι "προκειμένου η αγορά να καταστεί περισσότερο ανθεκτική, η πολιτεία θα πρέπει να μεριμνήσει, παράλληλα με την απλοποίηση των διαδικασιών, για την ταχεία οριστικοποίηση και νομοθέτηση ενός απλού και σταθερού πλαισίου χρήσεων γης και όρων δόμησης, που θα διευκολύνει την ανάπτυξη ακινήτων και θα ενισχύσει την επενδυτική αξιοπιστία της χώρας".
capital.gr