Χρόνο αγοράσαμε με τον Ερντογάν
Η τουρκική εθνοσυνέλευση αποφάσισε να εγκρίνει την είσοδο της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.

Είναι προφανές πως η Τουρκία έχει λάβει  διαβεβαιώσεις πως τα αιτήματά της θα ικανοποιηθούν. Το πώς και το πότε θα γίνει αυτό, παραμένει άγνωστο, καθώς τα αιτήματα που αφορούν τα F-16 θα πρέπει να εγκριθούν και από το Κογκρέσο.

Η Τουρκία παραμένει πολύτιμος σύμμαχος για τη Δύση και γι’ αυτό θα κάνει πολλές υποχωρήσεις και πολλές πράξεις κατευνασμού για να τη διατηρήσει.

Την εβδομάδα που πέρασε ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κατά την παραλαβή νέων πλοίων από το πολεμικό ναυτικό της γείτονος, δεν παρέλειψε να μας υπενθυμίσει πως τα στρατηγικά σχέδια για την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παραμένουν αναλλοίωτα.

Μπορεί προς το παρόν, για λόγους τακτικής, η Ελλάδα να έχει βγει από το κάδρο των διεκδικήσεων και αντιπαραθέσεων, παραμένουν όμως  το Ισραήλ, οι Κούρδοι, η Συρία κλπ. και είναι θέμα χρόνου να επανέλθει με μεγαλύτερη ένταση.

Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο της ομιλίας του Τούρκου προέδρου ήταν πως:  "Το 2022, το μέγεθος του προϋπολογισμού των αμυντικών μας προγραμμάτων ήταν 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ σήμερα το ίδιο ποσό έχει αυξηθεί 16 φορές και έχει φτάσει περίπου τα 90 δισεκατομμύρια δολάρια".

To 2022 το ΑΕΠ της Τουρκίας ήταν περί τα 900 δισ. δολάρια. Αυτό σημαίνει πως ξοδεύει περίπου το 10% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες. Αυτό, την ώρα που η ισοτιμία του εθνικού της νομίσματος έχει περάσει τις 30 λίρες ανά δολάριο και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της δυσκολεύεται να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη διαβίωση.

Οι προθέσεις και οι στόχοι της Τουρκίας είναι προφανείς:

Το τεράστιο πρόγραμμα αμυντικού εξοπλισμού της  θυμίζει τα αντίστοιχα χωρών όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία τη δεκαετία του ’30, όταν κυοφορούσαν τον πόλεμο των αναθεωρητικών τους επιδιώξεων.

Οι δημοκρατίες της Δύσης, όπως έκαναν και τη δεκαετία του ’30 με τον Χίτλερ και τη Γερμανία, προσπαθούν να κατευνάσουν τον Ερντογάν, παραχωρώντας του χωρίς αντίσταση μέρος από αυτά που διεκδικεί.

Το πιθανότερο είναι πως όπως και τη δεκαετία του ’30 οι αναθεωρητικές δυνάμεις δεν θα περιοριστούν σε ό,τι τους παραχωρούν, προκειμένου να κατευνάσουν την όρεξή τους, αλλά θα απαιτήσουν μερίδιο στην παγκόσμια ισχύ ανατρέποντας τη μεταπολεμική και μεταψυχροπολεμική τάξη των πραγμάτων.

Κατά συνέπεια δεν πρέπει να υπερτιμούμε το πρόσφατο σύμφωνο φιλίας της Τουρκίας με την Ελλάδα. Η αξία δεν μοιάζει να είναι μεγαλύτερη από το χαρτί της συμφωνίας του Μονάχου που ανέμιζε ο τότε πρωθυπουργός της Αγγλίας, μετά την επιστροφή του από την πρωτεύουσα της Βαυαρίας, όπου είχε αποσπάσει ψεύτικες διαβεβαιώσεις από το Χίτλερ και το Μουσολίνι.

Επί τις ουσίας τόσος εμείς όσο και η Τουρκία χρόνο αγοράσαμε.

Η Ελλάδα πρέπει να εντείνει τα προγράμματα εξοπλισμού και αναδιάρθρωσης των ενόπλων δυνάμεων. Βέβαια, αν οι αμυντικές δαπάνες της Τουρκίας έχουν φτάσει στα 90 δισ., όπως υποστηρίζει ο Ερντογάν, η Ελλάδα με 4-5 δισ. τον χρόνο από τα οποία τα 2/3 πάνε σε αμοιβές προσωπικού θα πρέπει να προβληματίζεται. Πόσο μάλλον που πολλά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων παραιτούνται γιατί βρίσκουν πλέον καλύτερες οικονομικές απολαβές εκτός.

Οι καμπάνες λοιπόν συνεχίζουν να  ηχούν προειδοποιητικά και πένθιμα. Το δημογραφικό, η ικανότητα αμυντικής αποτροπής και η οικονομία πάνω στην οποία μπορούν να στηριχτούν αυτά παραμένουν οι εθνικές προτεραιότητες.

kostas.stoupas@capital.gr 

capital.gr