Αθλητική Ορολογία στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, του Απόστολου Παπαφωτίου
Άγιοι Τόποι – κατά πρώτον – είναι οι τόποι στους οποίους έζησε, περπάτησε και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους ο Χριστός. Ομοίως Άγιοι Τόποι-κατά δεύτερον- είναι εκείνοι οι τόποι, τα μέρη που τα αγίασε η ζωή και η παρουσία των Αγίων και μεταξύ αυτών και ο Απόστολος Παύλος.

Είναι μία συναρπαστική προσωπικότητα στην οποία συγχωνεύονται η ιουδαϊκή θρησκεία, η ελληνική διάνοια και η ρωμαϊκή ενεργητικότητα και τάξη, Εβραίος εξ Εβραίων, πολίτης της ξακουστής πόλης Ταρσού.

Ο Παύλος χωρίς σπαθιά και βία σμίλεψε την κοινωνία και έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία ενός καινούργιου κόσμου, μιας νέας ιστορίας. Η εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού τρείς αιώνες πριν από την εμφάνιση του Χριστιανισμού ήταν το υπόβαθρο για τη διάδοση του χριστιανικού μηνύματος ο οποίος μέσω της σύνδεσης της χριστιανικής πίστης με τον ελληνικό πολιτισμό πέρασε από τον Ιουδαϊσμό στην Οικουμένη. Έτσι η Κόρινθος θεωρείται αγία διότι την επισκέφθηκε ο Απόστολος Παύλος σχεδόν ένα αιώνα από την ίδρυσή της, εκεί έζησε ο για 18 μήνες την πρώτη φορά στη δεύτερη περιοδεία του το 50 μ. Χ. και 3 μήνες τη δεύτερη φορά στη τρίτη περιοδεία το 55-56 μ. Χ.. Εδώ εργάστηκε, κήρυξε ως φλογερός κήρυκας του Ευαγγελίου και ίδρυσε την Εκκλησία της Κορίνθου. Η εποχή του Αποστόλου Παύλου είναι μία παράδοξη εποχή.
Από τη μια μεριά υπήρχε τάση για εξάπλωση και δημιουργία για πολιτικούς λόγους οικουμενικών θρησκειών, από την άλλη μια ασταμάτητη αναζήτηση του ενός Θεού, μιας νοσταλγίας που ανταποκρίνονταν στις ανάγκες και στις αναζητήσεις της εποχής.

 

Η παραμονή του Παύλου στη Κόρινθο για τόσα μεγάλα χρονικά διαστήματα δεν ήταν τυχαία καθόσον ήταν πλήρως ενσωματωμένος στο πνευματικό τοπίο του τότε γνωστού κόσμου.
Επιλέχθηκε η πολυπληθής, πολυπολιτισμική και πολυθεϊστική Κόρινθος ως βάση και εστία του ιεραποστολικού του έργου και λόγω του εξαιρετικού συγκοινωνιακού δικτύου που διέθετε.

Τα δύο λιμάνια το Λέχαιο στο Κορινθιακό κόλπο, οι Κεγχρεές στο Σαρωνικό και ο μεταξύ τους Δίολκος εξασφάλιζαν εύκολη πρόσβαση έφερναν και έστελναν ανθρώπους, προϊόντα, αγαθά, ιδέες και αντιλήψεις από και προς το γνωστό, την εποχή αυτή, κόσμο. Μετά τη καταστροφή το 146 π.Χ. από τον ρωμαίο στρατηγό Μόμμιο Αχαϊκό, την ερήμωση και εγκατάλειψη, η πόλη επανιδρύθηκε το 44 π.Χ ως ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Colonia laus Julia Corinthiensis και άρχισε να αναπτύσσεται ορμητικά με πολύ πλούτο και κοινωνικές ανισότητες.

Ήταν πρωτεύουσα της συγκλητικής Επαρχίας Αχαΐας και έδρα του Ρωμαίου προκόνσουλα (Κυβερνήτη). Εφαρμόζοντας το πολεοδομικό σύστημα που είχε σχεδιασθεί από τη Ρώμη, μετατράπηκε σε ένα τεράστιο εργοτάξιο κατασκευής μνημειακών κατασκευών, ειδικά στη ρωμαϊκή Αγορά (Forum).

Στο χώρο αυτό εκφραζόντουσαν οι σχέσεις εξουσίας και οι ιεραρχικές σχέσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Την εποχή του Παύλου στην Αγορά είχαν κατασκευαστεί η μεγάλη Βασιλική στην οδό Λεχαίου, η Ιουλιανή Βασιλική, οι μικροί ναΐσκοι στο δυτικό άκρο της Αγοράς, ο ναός της Οκταβίας, η μεγάλη τετράστωη αγορά βόρεια του ναού του Απόλλωνος, είχαν γίνει εργασίες διαμόρφωσης στη Νότια Στοά και είχε ολοκληρωθεί το υπερυψωμένο Βήμα (Rostra) μαζί με τα ανατολικά αυτού καταστήματα.

Το ρωμαϊκό περιβάλλον ήδη αλλάζει και δίνει τη θέση του στο ελληνικό. Λατρεύονται ενοποιημένες θεότητες της Ανατολής με τις Ελληνικές δημιουργώντας συγκρητιστικό κλίμα με τη συνάντηση της θρησκείας και της φιλοσοφίας στο πλαίσιο του γνωστικισμού. Η λατρεία στον αυτοκράτορα και στην οικογένειά του, που γίνεται στο ναό της Οκταβίας, αποτελεί
κριτήριο νομιμότητας και στοιχείο συνοχής της κοινωνίας και επιβάλλεται βιαίως, μερικές φορές, ως τέτοιο.

 

Το ανεπτυγμένο εμπόριο και οι χρηματικές συναλλαγές δημιούργησαν ευμάρεια η οποία πολύ γρήγορα κατέκλυσε τη πόλη μαζί με ένα τρυφηλό τρόπο ζωής και τις αναγκαίες «ψυχαγωγίες».

Είναι η πολυπληθέστερη και η πλέον ευημερούσα πόλη του Ελλαδικού χώρου. Είχαν ήδη ξαναρχίσει να εκτελούνται οι Ισθμιακοί αγώνες ανά δύο χρόνια, οι οποίοι είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη αίγλη και ενδιαφέρον από τον εμπλουτισμό με τα «Μεγάλα Καισάρεια» ανά τέσσερα χρόνια. Η χρονιά το 51μ.Χ. που ήταν ο Παύλος στην Κόρινθο ήταν χρόνος τέλεσης των Ισθμιακών αγώνων. Η προσέλευση αθλητών, θεατών, ανθρώπων του πνεύματος, ταξιδιωτών από όλη τη Μεσόγειο ήταν ευκαιρία για τον Παύλο να αναπτύξει το σχέδιο του.

Η επαφή του Παύλου με τον αθλητισμό παρουσιάζεται ως μαρτυρία στα γραπτά του. Πριν το 473 π.Χ. το βραβείο ήταν στεφάνι από σέλινο που αφθονούσε στην Κορινθία και το οποίο αντικατέστησε προηγούμενο από το πεύκο. Ο Πίνδαρος στις ωδές του, αναφέρει τέσσερις (4) φορές για βραβείο από μαραμένο σέλινο, ενώ στη Νεμέα ήταν από φρέσκο χωρίς να κάνει καμία αναφορά για πεύκινο. Περίπου μετά δύο (2) αιώνες το πεύκινο στεφάνι επανήλθε στους Ισθμιακούς αγώνες και στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους και τα δύο στεφάνια εμφανίζονται στους αγώνες. Αυτή ήταν και η κατάσταση που εμφανίζεται την εποχή του Αποστόλου Παύλου στα Ίσθμια.

Όταν ο Παύλος γράφει στους Κορινθίους (Α΄ 9-25) για φθαρτό στεφάνι, ως έπαθλο στους αθλητές, φαίνεται ότι είχε στο μυαλό του το στεφάνι από σέλινο, το οποίο σαπίζει γρήγορα και όχι στεφάνι από το πεύκο, το οποίο διατηρείται αμάραντο για αρκετές ημέρες. Αυτή η παράξενη, φαινομενικά ακατάλληλη προτίμηση για τα μαραμένα χόρτα, ίσως έχει παρακινήσει τον Παύλο να δώσει έμφαση στην αντίθεση μεταξύ του φθαρτού στεφάνου των αθλητών με το άφθαρτο βραβείο που δίδεται σε αυτούς, οι οποίοι σαν τον Απόστολο επιμένουν την άσκηση των χριστιανικών αρετών.

 

Η εργασία του ως σκηνοποιού του έδινε περισσότερες ευκαιρίες να έλθει κοντά στο κόσμο και εύκολα να κατηχήσει. Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι εργάστηκε ως σκηνοποιός και στα Ίσθμια καλύπτοντας τις στεγαστικές ανάγκες του πλήθους των επισκεπτών.

Ο Παύλος παρέλαβε τη διδασκαλία του Χριστού και την προσέφερε στο κόσμο με τη σφραγίδα της δικής του σκέψης κατά την οποία το κέντρο της ιστορίας και του κόσμου είναι ο Χριστός. Εκεί που χορηγείται η χάρη και φυλάσσεται η πίστη είναι η Εκκλησία. Τα προβλήματα με τα οποία ο Παύλος ήλθε αντιμέτωπος στη Κόρινθο παρουσιάζονται στις επιστολές του από όπου προκύπτει ότι η χριστιανική κοινότητα της Κορίνθου αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό δείγμα ανάπτυξης μιας πρωτοχριστιανικής κοινότητας.

 

Συγχρόνως, παρουσιάζεται και ο ιδιοφυής τρόπος που αντιμετώπισε την κρίση στην Εκκλησία της Κορίνθου. Ότι έχει γράψει ο Παύλος αποτελεί έκκληση για Αγάπη. Μέσω του τρόπου αυτού βιώνουμε συναισθήματα με καθολική ισχύ χωρίς να χάνουμε την ατομικότητα μας που μας διακρίνει από τους άλλους ανθρώπους. Χαρίζει, μεταξύ των πολλών, ο Παύλος στη ανθρωπότητα δύο από τις υψηλότερες δωρεές του χριστιανισμού που αναφέρονται και οι δύο στη Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή, την Εκκλησία ως Σώμα Ιησού Χριστού (12, 21-27) και τον Ύμνο στην

Αγάπη (13, 1-13). Η Εκκλησία ως Σώμα Ιησού Χριστού παίζει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που αναπτύσσεται ο Χριστιανισμός τις δύο χιλιετίες και συγχρόνως αποτελεί δύναμη ενότητας και αποτροπής σε περίπτωση σχίσματος. Η αδιάρρηκτος ενότητα αυτής με το πρόσωπο και το απολυτρωτικό έργο του Χριστού δεικνύει και την ιστορική υπόσταση της Εκκλησίας, εκεί όπου πραγματώνεται η ζωοποιός ενέργεια του Χριστού στο σώμα των πιστών.

Όσον αφορά την Αγάπη, κατά τον Παύλο δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα, μία ηθική εκδήλωση, αλλά μία βαθύτερη καθολική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και τους άλλους. Το πνεύμα της πληροί τις προσωπικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αλλά και ευρύτερα με το σύνολο της κοινωνίας και μέσω αυτής προκύπτει ο τρόπος ζωής που αποτελεί την ουσία της αναγεννημένης ανθρωπότητας.