Μικρά οινοποιεία και περιφερειακή ανάπτυξη
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 υπήρχαν στη χώρα μας λίγα οινοποιεία, περίπου 15 συνεταιριστικά και άλλα τόσα μεγάλα ιδιωτικά που εμφιάλωναν κρασί, συν βέβαια τα λεγόμενα "πατητήρια", που διακινούσαν αποκλειστικά μούστο ή χύμα κρασί.

 Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει κατά την δεκαετία του ’80, με την είσοδο στον χώρο του κρασιού πολλών νέων οινολόγων αλλά και επιχειρηματιών, οι οποίοι ίδρυσαν τα δικά τους οινοποιεία, προωθώντας το ποιοτικό κρασί. Από το 1990 και μετά βιώνουμε την έκρηξη, έχοντας πλέον φτάσει σχεδόν τις 2000 οινοποιητικές επιχειρήσεις, με 600-700 να εμφιαλώνουν την παραγωγή τους. Το ελληνικό κρασί διεισδύει σε διεθνείς αγορές, οι ξένοι μαθαίνουν τις ποικιλίες μας, το παλιό κακό image φεύγει σιγά σιγά. Αρκούν αυτά; Δυστυχώς όχι.

Έχω την τιμή να είμαι πρόεδρος του ΣΜΟΕ, του Συνδέσμου Μικρών Οινοποιών Ελλάδος, ο οποίος ιδρύθηκε το 2018 με αρχικά 21 μέλη, σήμερα όμως έχει φτάσει αισίως τα 73! Τα μέλη μας είναι μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις που έχουν καθετοποιήσει την παραγωγή τους, παράγοντας εξαιρετικά σταφύλια και στην συνέχεια κρασιά, με ορισμένα μάλιστα εξ’ αυτών να συγκαταλέγονται στα κορυφαία της Ελλάδας. Ο ΣΜΟΕ δείχνει τον δρόμο, κατά την γνώμη μου τον μοναδικό δρόμο που οδηγεί σε βιώσιμη ανάπτυξη της περιφέρειας και δη των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών. Οι λόγοι είναι οι εξής:

Πρώτον, οι αγρότες που τόλμησαν, δούλεψαν και πέτυχαν , παρά τις αντιξοότητες, να φτιάξουν ανταγωνιστικά κρασιά, κερδίζουν πολύ περισσότερα χρήματα από εκείνους τους αγρότες που πωλούν τα σταφύλια τους σε οινοποιεία. Κι αυτό γιατί ο αγρότης-οινοποιός καρπώνεται ο ίδιος την υπεραξία της μεταποίησης και τυποποίησης του πρωτογενούς προϊόντος .

Δεύτερον, γιατί τα χρήματα που κερδίζει ο αγρότης-οινοποιός επενδύονται ή καταναλώνονται εντός της περιοχής του. Με άλλα λόγια, το χρήμα "γυρίζει" στην περιφέρεια, όχι στον τραπεζικό λογαριασμό σε άλλη χώρα ή σε κάποια απρόσωπη εταιρεία. Συνεπώς, όλη η τοπική κοινωνία ωφελείται.

Τρίτον, γιατί μέσω της επαφής του αγρότη-οινοποιού με την διεθνή αγορά, αλλά και τα ερευνητικά ινστιτούτα (γιατί διαθέτοντας τα επιπλέον χρήματα μπορεί να εκπαιδεύεται και να ενημερώνεται) καταφέρνει να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις και να παραμένει δημιουργικός και ανταγωνιστικός, σε ένα δυναμικό περιβάλλον.

Τέταρτον, γιατί η πληθώρα μικρών οινοποιείων δημιουργεί ένα "μικροκλίμα", φτιάχνει δηλαδή "κρασοχώρια", όπως λένε στο εξωτερικό. Οι γνωστοί Δρόμοι του Κρασιού έχουν νόημα μόνο όταν έχουμε πολλά οινοποιεία, ώστε ο επισκέπτης να έχει επιλογή, να υπάρχει η διαφορετικότητα. Αυτό οδηγεί στην ανάπτυξη του οινοτουρισμού. Ας φανταστούμε ένα χωριό π.χ. της Νεμέας, που θα έχει 25 ή 30 μικρά οινοποιεία, εκ των οποίων τα 3-4 θα έχουν δικό τους εστιατόριο, ενώ 10-15 θα προσφέρουν διαμονή. Σε αντιδιαστολή, θα είχαμε μόνο ένα μεγάλο οινοποιείο-βιομηχανία, καθόλου ελκυστικό για την προσέλκυση τουριστών.

Πέμπτον, ενώ η συνολική ποσότητα του παραγόμενου ελληνικού κρασιού είναι επαρκής, οι διαφορετικές εκφράσεις π.χ. μίας ζώνης ΠΟΠ είναι πολύ λίγες. Σήμερα έχουμε 30 οινοποιεία στην Σαντορίνη, 30 στη Νάουσα, 60 στη Νεμέα. Θα μπορούσαμε να έχουμε τον τετραπλάσιο αριθμό οινοποιείων με τα ίδια συνολικά λίτρα, ώστε να μην υπάρχει πρόβλημα υπερπαραγωγής. Αυτό θα καθιστούσε το προϊόν ΠΟΠ πιο ενδιαφέρον και ελκυστικό, με διαφορετικές εκφράσεις της ποικιλίας, με διαφορετικά στυλ οινοποίησης, τερουάρ κλπ. . Ο δρόμος έχει χαραχθεί από οινοποιούς σε άλλες χώρες, δεν είναι κάτι καινούργιο. Η επιτυχία είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική στην περιοχή του Μπαρόλο στην Ιταλία, μεγέθους περίπου της ζώνης ΠΟΠ Νεμέα. Εκεί παλιότερα είχαμε ελάχιστα οινοποιεία, σήμερα υπάρχουν περίπου 900 (στη Νεμέα είπαμε είναι 60!) που εμφιαλώνουν και εξάγουν, πολλά έχουν δωμάτια, η περιοχή διαθέτει διψήφιο αριθμό εστιατορίων με αστέρι Μισελέν, μεταξύ άλλων. Τεράστιος αριθμών οινόφιλων τουριστών συρρέει κάθε χρόνο, φέρνοντας έσοδα σε όλη την τοπική οικονομία.

Είναι ο δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα; Σίγουρα όχι, το εμφιαλωμένο κρασί έχει υψηλό κόστος αρχικής επένδυσης, δυσκολία στην πώληση, φοβερό ανταγωνισμό, μειούμενη κατανάλωση. Αν όμως θέλουμε να μείνει ο αγροτικός πληθυσμός στα χωριά του, οφείλουμε να επενδύσουμε σε προϊόντα με υψηλή τελική τιμή, που θα στέκονται χωρίς ανάγκη επιδοτήσεων και θα αποτελούν πόλο ανάπτυξης ποιοτικού τουρισμού. Το εμφιαλωμένο κρασί, το εμφιαλωμένο ελαιόλαδο, το εμφιαλωμένο απόσταγμα είναι τέτοια προϊόντα. Ο δρόμος που προτείνω είναι δύσκολος, αλλά είναι ο σωστός.

Γιάννης Παπαργυρίου

*πρόεδρος στον Σύνδεσμο Μικρών Οινοποιών (ΣΜΟΕ)