Στα 34 δισ. ευρώ αναμένεται να φτάσουν τα τουριστικά έσοδα στην Ελλάδα το 2040, από 20 δισ. ευρώ που ήταν πέρυσι, καθώς η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 15%, σύμφωνα με την τελευταία μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας «Τάσεις του επιχειρείν».
Όπως επισημαίνεται στην σχετική έκθεση, τα επόμενα 15 χρόνια, η παγκόσμια τουριστική βιομηχανία θα γνωρίσει σημαντική ανάπτυξη και παράλληλα μεγάλες αλλαγές. Ο διεθνής τουρισμός αναμένεται να εμπλουτιστεί με σχεδόν 1 δισ. νέους ταξιδιώτες, κυρίως από αναδυόμενες αγορές, γεγονός που διαμορφώνει νέες προοπτικές και προκλήσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη εστιάζει στις ευκαιρίες που ανοίγονται για τον ελληνικό τουρισμό. Η χώρα καλείται να μην επαναπαυτεί στα διαδοχικά ρεκόρ αφίξεων, αλλά να αξιοποιήσει αυτή τη συγκυρία για να εξελιχθεί σε ένα πιο αποδοτικό και βιώσιμο τουριστικό μοντέλο.
Το 2024, ο ελληνικός τουρισμός κατέγραψε ιστορικά υψηλά σε αφίξεις (36 εκατ., αύξηση 10% ετησίως) και έσοδα (21 δισ. ευρώ, αύξηση 4%), ενώ παράλληλα μειώθηκε η εποχικότητα κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες. Για το 2025, η παγκόσμια τουριστική αγορά εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί κατά 3%-5% (σύμφωνα με την UNWTO), με την Ελλάδα να εμφανίζει δυναμική υπεραπόδοσης, βάσει πρόδρομων δεικτών όπως ο προγραμματισμός αεροπορικών πτήσεων.
Παρόλα αυτά, η διεθνής αβεβαιότητα παραμένει υψηλή, καθώς οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι εμπορικές πολιτικές μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ επηρεάζουν βασικές αγορές, όπως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η καταναλωτική εμπιστοσύνη καταγράφει πτώση.
Παγκόσμιες τάσεις και προκλήσεις
Ο παγκόσμιος τουρισμός αναμένεται να συνεχίσει τη δυναμική του πορεία, φτάνοντας τους 2,4 δισ. ταξιδιώτες έως το 2040 (από 1,5 δισ. το 2024). Αυτή η ανάπτυξη θα καθοδηγηθεί από την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού (από 8 δισ. σήμερα σε 9 δισ. το 2040) και τη διεύρυνση της μεσαίας τάξης (από 45% σε 60% του παγκόσμιου πληθυσμού).
Ωστόσο, η κατανομή της ζήτησης αλλάζει. Οι μη-Ευρωπαίοι τουρίστες αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα, οδηγώντας σε δομικές αλλαγές στην παγκόσμια τουριστική αγορά. Για να διατηρήσει η Ευρώπη το μερίδιό της, θα πρέπει να προσελκύσει 30% περισσότερους Ευρωπαίους και διπλάσιους μη-Ευρωπαίους τουρίστες έως το 2040.
Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης στη δυναμική αγορά των μη-Ευρωπαίων τουριστών που επισκέπτονται την Ευρώπη. Σήμερα, το μερίδιο της Ελλάδας στους Ευρωπαίους τουρίστες είναι 5%, ενώ στους μη-Ευρωπαίους μόλις 2,5%. Η εμπειρία της Πορτογαλίας, που αύξησε αισθητά τα μερίδιά της από τις αγορές των ΗΠΑ και της Κίνας την τελευταία δεκαετία, δείχνει ότι η Ελλάδα μπορεί να στοχεύσει σε παρόμοια ανάπτυξη.
Εφόσον επιτευχθεί το στρατηγικό όραμα της χώρας για ισότιμη κατανομή μεταξύ Ευρωπαίων και μη-Ευρωπαίων τουριστών (5% μερίδιο και στις δύο κατηγορίες), η πρόσθετη δυνητική ζήτηση θα μπορούσε να αγγίξει τα 19 εκατ. τουρίστες έως το 2040.
Ποιοτικός τουρισμός και βιωσιμότητα
Για να αξιοποιήσει τη δυναμική αυτή, ο ελληνικός τουρισμός πρέπει να στραφεί σε ποιοτικότερες ροές, αντί να επιδιώκει απλώς νέα ρεκόρ αφίξεων. Το 50% της νέας δυνητικής ζήτησης προέρχεται από μη-Ευρωπαίους τουρίστες, οι οποίοι ξοδεύουν 1,8 φορές περισσότερα ανά διανυκτέρευση σε σχέση με τους Ευρωπαίους και 2,3 φορές περισσότερα από τους οδικούς τουρίστες, ενώ ταξιδεύουν με μικρότερη εποχικότητα, μειώνοντας την εξάρτηση από τους καλοκαιρινούς μήνες.
Παράλληλα, παρατηρείται ανακατανομή των τουριστικών ροών στη Μεσόγειο, με αναδυόμενους προορισμούς όπως η Αλβανία να αυξάνουν τις αφίξεις τους (+82% το 2024 σε σχέση με το 2019), κυρίως στις χαμηλότερου εισοδηματικού επιπέδου κατηγορίες. Οι επενδύσεις στις αερομεταφορές και την τουριστική υποδομή υποστηρίζουν αυτή τη μετάβαση. Ήδη, το 55% των ξενοδοχειακών κλινών στην Ελλάδα ανήκει στην κατηγορία 4-5 αστέρων (από 40% το 2011), ενισχύοντας το ελληνικό τουριστικό brand.
Η μετάβαση σε ένα ποιοτικότερο τουριστικό μοντέλο μπορεί να επιφέρει σημαντικά οφέλη. Η εξάρτηση από τους καλοκαιρινούς μήνες μπορεί να περιοριστεί, προσεγγίζοντας το πρότυπο άλλων μεσογειακών χωρών, όπου οι αφίξεις τον Ιούλιο-Αύγουστο αντιστοιχούν στο 27% του έτους (από 37% σήμερα στην Ελλάδα).
imerisia.gr