Ορέστεια στην Επίδαυρο: Στα όρια των ορίων
στις 12 και 13 Ιουλίου 2024

Η παράσταση Ορέστεια, σε σκηνοθεσία Θεοδώρου Τερζόπουλου, που παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στις 12 και 13 Ιουλίου 2024, σε συνεργασία με το Εθνικό θέατρο, υπήρξε αισθητική ιεροπραξία ισάξια με αυτό που είναι το ίδιο έργο του Αισχύλου δηλαδή ένα έργο - σταθμός στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Πατώντας γερά στη στιβαρή και όχι ποιητική μετάφραση της κας Βαροπούλου στις εξαιρετικές μουσικές συνθέσεις του κου Βελιανίτη και σε μια πειθαρχημένη ομάδα ξεχωριστών, πεπαιδευμένων ηθοποιών και αφοσιωμένων στη κοινή θεώρηση συνεργατών, δημιούργησε μία παράσταση αναφοράς, μια ιερουργία, ένα αισθητικό μάθημα, στο οποίο θα ανατρέχουν οι επόμενες παρουσιάσεις.

Η προσέγγιση της Ορέστειας, με τον Αισχύλο ζωντανό επί της σκηνής, υπερέβη τα όρια μιας «αξιοπρεπούς» θεατρικής διδασκαλίας και εξελίχθηκε σε προσπάθεια αναγνώρισης και κατανόησης του πνεύματος της εποχής και της επέκτασης στους σύγχρονους καιρούς.

Το έργο

Από τους ειδικούς η Ορέστεια θεωρείται το σπουδαιότερο ποιητικό έργο της παγκόσμιας δραματουργίας. Ο Αισχύλος ήταν 70 χρονών όταν παρουσίασε την τριλογία του στα Μεγάλα εν άστει Διονύσια το 458 π.Χ. και έλαβε το πρώτο βραβείο.

Τα επί μέρους δράματα που αποτελούν την τριλογία είναι ο Αγαμέμνων, οι Χοηφόροι οι Ευμενίδες και το σατυρικό δράμα Πρωτεύς που πραγματεύεται τις περιπέτειες του Μενέλαου στην Αίγυπτο. Μυθολογικά η τριλογία - η μοναδική σωζόμενη από όλη την αρχαιότητα - ανήκει στον κύκλο των Ατρειδών και μέσα από την αιματοβαμμένη ιστορία της οικογένειας παρουσιάζεται η εξέλιξη της ιστορίας της ανθρωπότητας.

Η εποχή που παρουσιάστηκε το έργο αποτελεί την πιο ταραχώδη και αποφασιστική καμπή της ιστορίας της Αθήνας. Μετά από σκληρούς και πολλούς ανταγωνισμούς επικρατεί η δημοκρατική παράταξη έναντι της αριστοκρατικής. Ο Περικλής καταφέρνει να εξοστρακίσει τον Κίμωνα αρχηγό των ολιγαρχικών και να εξαλείψει κάθε αντίδραση στην πολιτική του.

Οι εξουσίες του Άρειου Πάγου που ήσαν μετά τους Μηδικούς πολέμους πολλές, έντονες και πολιτικές περιορίστηκαν από τον Εφιάλτη, τον αρχηγό των δημοκρατικών, στα δικαστικά καθήκοντα κυρίως στην εκδίκαση δικών για πτυχών αίμα.

Την ίδια εποχή, μία απρόβλεπτη πολιτική κίνηση, η σύναψη ειρήνης της Αθήνας με το Άργος που είχε αποσκιρτήσει από την συμμαχία με την Σπάρτη, έδωσε νέα ώθηση στην Αθήνα. Το έργο, παρά το ότι ανήκει στην παιδική ηλικία της τραγωδίας, είναι έργο ωριμότητας. Και τα τρία δράματα είναι μέρη μιας ενότητας με σύνδεση μοναδική και αντίληψη συνόλου.

Έτσι, στο πρώτο έργο ο Αγαμέμνων παρουσιάζεται ο κόσμος του Άνακτα, ένας κόσμος στοιχειωμένος από ενοχές και μνήμες. Επικρατούν η αυτοδικία, οι αγριότητες, οι δολοφονίες, η ηθική σύγχυση, και ένα εναγώνιο προαίσθημα πλανάται στην ατμόσφαιρα για αυτό που έρχεται. Καινούργια δεινά προστίθενται στα προηγούμενα ως κρίκοι στην αλυσίδα της αμαρτίας. Μεγάλος τρόμος, που τον κάνει ακόμη μεγαλύτερο η αμφισημία των επιθυμιών, αιωρείται σατανικά και ακάλεστος κυριεύει τον καθένα.

Το παρελθόν ως αναχρονισμός του προομηρικού και αρχαϊκού παρελθόντος εισβάλλει στην εποχή του έργου και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το δράμα στο οποίο διακρίνεται μία αλληλουχία χυμένου αίματος που περνάει από γενιά σε γενιά.

Στο δεύτερο έργο στις Χοηφόρους η δομή είναι παράλληλη με αυτή του Αγαμέμνονα και το έργο αφηγείται τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας από τον γιό της Ορέστη. Ο δολοφονημένος ζητάει εκδίκηση από το γιό του ο οποίος οφείλει να εφαρμόσει τον πανάρχαιο νόμο του καθήκοντος και να ξεπλύνει το αίμα με αίμα.

Ο Ορέστης συνεργός της Δίκης αλλά και θύμα του φαύλου κύκλου της Άρας φορτώνεται το βαρύ καθήκον της κάθαρσης της γενιάς των Ατρειδών. Η μητροκτονία είναι καθήκον, απόφαση δική του και εντολή του θεού Απόλλωνα. Έτσι μόνο επέρχεται η αποκατάσταση της πατριαρχικής τάξης. Στο τέλος του έργου ο Ορέστης έρχεται αντιμέτωπος με τις θηλυκές, αόρατες προσωρινά, Ερινύες που είναι αποφασισμένες να υπερασπιστούν το μητρικό δίκαιο.

Στο τρίτο δράμα στις Ευμενίδες αναδεικνύονται σε κύριο πρόσωπο οι Ερινύες που είναι παρούσες και ορατές, ο δε Ορέστης πλανάται ως άφωτος και άπολις στις παρυφές της ύπαρξης του, και τελικά μετατρέπεται από θηρευτής σε θήραμα, από σφαγιάς σε σφάγιο. Φρικτές μορφές, οι Ερινύες, μανικές στην πράξη θα τις συναντήσουμε στους Δελφούς στο ιερό του Απόλλωνα και στη συνέχεια καταδιώκουν ασφυκτικά και με μένος τον Ορέστη στην Αθήνα συμμετέχοντες στην διαδικασία της τιμωρίας του.

Παρουσιάζεται η αντιπαράθεση του Ορέστη με τις Ερινύες, η σύγκρουση της πατριαρχικής και μητριαρχικής τάξης και η απαλλαγή του Ορέστη και όλων των κληρονομικών δεινών των Ατρειδών από τη δικαστική απόφαση του Άρειου Πάγου. Οι Ερινύες ως κόρες της νύκτας εκφράζουν την παλιά τάξη των θείων πραγμάτων, το φόβο της τιμωρίας. Οι νέοι θεοί ο Απόλλων, η Αθηνά, με τον Δία επικεφαλή ορίζουν τη νέα τάξη πραγμάτων. Σε αυτή οι άνθρωποι είναι πλέον υπεύθυνοι, όπως παρουσιάζεται από την ισχύουσα δογματική αρχή «Το πάθος μάθος» (τη γνώση που γεννούν τα δεινά) η οποία γνώση μεταθέτει την ευθύνη στον άνθρωπο. Συγχρόνως, καταργείται η Δίκη όχι με την έννοια της δικαιοσύνης αλλά της ανταπόδοσης, της αυτοδικίας και στη θέση της τοποθετείται η ανθρώπινη δικαιοσύνη χωρίς οι θεοί να μετέχουν στα ανθρώπινα. Η δικαιοσύνη θα απονέμεται πλέον από τον Άρειο Πάγο, δικαστήριο που όρισε ως φορέας εξουσίας, με τρόπο πανηγυρικό η Αθηνά.

Επί πλέον ολοκληρώνεται από τα λογικοφανή επιχειρήματα της Αθηνάς, την επιδεξιότητα και τη δόλια πειθώ της, ο συμβιβασμός και η μεταμόρφωση των Ερινύων σε Ευμενίδες και η εγκατάσταση τους στην Αθήνα ως μέτοικοι. Με την εμφάνιση του συμβιβασμού το τραγικό εξαφανίζεται. Έτσι, πραγματοποιείται η μεταβίβαση της εξουσίας από τις αρχαίες θεότητες του σκότους στις θεότητες του φωτός σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα γεμάτη υπερηφάνεια για την πόλη της Παλλάδος. Οι Ευμενίδες υπήρξε το άλλοθι που στηρίχθηκε ο δυτικός πολιτισμός.

Η παράσταση

Ο Τερζόπουλος αεί γεωμετρεί.
Η σκηνική οργάνωση καθορίζεται από τη σχέση ανθρώπου και χώρου και από κοσμικά - συμπαντικά σύμβολα. Έτσι, η παράσταση είναι λιτή, πλήρως εκτεθειμένη χωρίς να μπορεί να κρυφτεί κάτι, με σκηνικά οργανικά ενταγμένα στο χώρο.

Η γεωμετρία των σωμάτων και ο σκηνικός χώρος διαλέγονται με τη γεωμετρία του σύμπαντος νοηματοδοτούνται και εντάσσονται στην παρουσίαση της Ορέστειας. Επί πλέον η θεατρική σκηνή αποτελεί ένα μικρόκοσμο σε αναλογία προς την μορφή του σύμπαντος.

Ιδιαίτερη αναφορά θα γίνει για την αρχιτεκτονική του δράματος που ξεδιπλώνει ποικίλα σχήματα, όπως τον κύκλο με τις οκτώ ακτίνες ο οποίος αποτελεί σκηνικό αρχετυπικό χώρο και απαγορευτικό όριο που η δράση περιορίζεται κατά κανόνα εντός του και στην περιφέρεια. Το σχήμα σε πρώτη θεώρηση παραπέμπει στον κύκλο της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου, αποτελεί όμως ένα είδος ορίου που σπάνια ξεπερνιέται. Το άνω όριο της περιφέρειας δυνάμεθα να το χαρακτηρίσουμε ως όρια της διεύρυνσης της θεατρικής τέχνης που εξασφαλίζει το έργο.
Ο Τερζόπουλος τα ξεπερνάει με τη διδασκαλία του και η παράσταση πραγματοποιείται εκτός αυτών των ορίων.

Χορός

Ο χορός ως συλλογική οντότητα παίζει διαφορετικό ρόλο σε κάθε δράμα, έχει δε ιδιαίτερη παρουσία στο τρίτο δράμα στις Ευμενίδες. Τα σώματα του χορού δονούνται σε συντεταγμένες χορογραφίες με μοναδική ακρίβεια, και διακρίνονται για τελετουργική εκτέλεση της κίνησης για το συγχρονισμό των χειρονομιών, για το ταυτόχρονα της ομιλίας χωρίς μικρόφωνα, για την ομοιότητα του ντυσίματος.

Η εκτέλεση των χορικών μερών ξεπέρασε τις βασικές αδυναμίες που παρουσιάζουν οι σύγχρονες παραστάσεις και οριοθετεί πλέον μια ανασύσταση του αρχαίου χορού.

Δημιουργείται από οργανωμένα σύνολα σωμάτων που συντονίζονται και με κινήσεις και συμβολικές χειρονομίες και σε μία δυναμική σχέση με το Μύθο, το Χρόνο, τη Μνήμη ορίζουν τον ρυθμό, το ύφος, την ένταση, την αρμονία και γενικότερα την αισθητική.

Στα χορικά των έργων τα σώματα παλλόμενα οριακά, μιλούσαν συνέχεια διηγώντας την ιστορία, κινούμενα μεταξύ του ιερού και του μαγικού, σε μία σκηνή γεωμετρικά οριοθετημένη. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο χορό των Ερινύων στο έργο των Ευμενίδων που στέκονται στην περιφέρεια του κύκλου σε κυκλική διάταξη, εικόνα που αποτελεί εμβληματικό πίνακα.

Σκηνοθεσία Τερζόπουλου: Μία ασύνορη παράσταση σε αναγνωρισμένη γλώσσα

Η μελέτη του Τερζόπουλου στην Ορέστεια υπήρξε συνεχής και πολυετής, με συμπεράσματα που αποτελούν απόσταγμα πολλών δεκαετιών αναζητήσεων, παιδεύων και παιδευόμενος. Τελικά έκτισε μια παράσταση που γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν και που είναι πιστή στην κλασική ερμηνεία. Χρησιμοποιεί τα στοιχεία που δομούν το αρχαίο δράμα, τα μελετάει με νέες αντιλήψεις και τα χρησιμοποιεί σε δεύτερη χρήση κτίζοντας τη διδασκαλία του.

Είναι η παράσταση μια αισθητική ιεροπραξία με το λόγο να ξεπηδάει αβίαστα από το σώμα, το δε σώμα να αποκαλύπτει την έκφραση και να μαρτυράει βαθιά κρυμμένες πανάρχαιες μνήμες.
«Ο μύθος της Ορέστειας είναι επικίνδυνος, ανήκει στον κόσμο του ανοίκειου και του παράξενου, προκαλεί τον τρόμο, επειδή αποκαλύπτει το ατίθασο, το βίαιο και τους νόμους του βάθους που δεν μπορούν να δαμαστούν».

Ιδεολογικά το δόμημα του δεν έχει συνάφεια με την πολιτική ιδεολογία του κειμένου, και δεν υιοθετεί τη μεταμόρφωση των Ερινύων σε Σεμνές, ούτε υιοθετεί τη θρησκευτική κατάφαση, ούτε αποδέχεται ότι η νέα τάξη πραγμάτων κατάργησε την βία. Απεναντίας, την έκανε στοιχείο της, χωρίς καμία διάθεση υπέρβασης και εξασφάλισε μία αδιάκοπη ωμότητα του νέου κόσμου που διακρίνεται για την εξουσιαστική αντίληψη.

Έτσι, δεν δέχεται την συμβατική ερμηνεία της τριλογίας που εξασφαλίζει την δικαιοσύνη και τη χαρά σε πλαίσιο δημοκρατίας, αλλά διερωτάται ποια δημοκρατία και παρουσιάζει τον αντίλαλο του έργου στην εποχή μας με πολεμικούς ήχους βομβαρδισμών, πυροβολισμών που προκαλούν χιλιάδες χαμένους και νεκρούς αμάχους.

Αυτά τα εγκληματικά αποτελέσματα φέρει η συναίνεση των Ερινύων στη δολοπλόκο Αθηνά. Και μεταφέρεται το κράτος του Δία στην εποχή μας μέσα από άθλιους θιάσους της πολιτικής επιβάλλοντας την παγκόσμια αντίληψη του κέρδους και των αριθμών, τον υλισμό, την οικολογική καταστροφή, την απεριόριστη νόμιμη βία της εξουσίας. Αυτή είναι η ουσία του έργου έστω και αν στις μέρες μας, υπό παραλλαγή, παίρνει πολλές μορφές.