Ένα Βιβλίο κι ένα Μουσείο: Συνεχιστές της αδάμαστης ροής
Γράφει ο Βασίλης Αικατερινης

«Η ιστορία είναι ο μάρτυρας των εποχών, η λαμπάδα της αλήθειας, η ζωή της μνήμης, ο δάσκαλος της ζωής, ο αγγελιαφόρος της αρχαιότητας», είχε γράψει ο Κικέρων.

Πόσο συγκινητικό και ενδιαφέρον συνάμα είναι το βιβλίο του Νικόλαου Γεωργίου: «Μουντάφσα. Η νυφική και γιορτινή φορεσιά της Περαχώρας Κορινθίας».

Όπως δηλώνει ο συγγραφέας του βιβλίου στην εισαγωγή του, χρειάστηκαν έξι χρόνια ώστε να καταστεί εύτακτο και να παρουσιαστεί σωστά ολόκληρο το ερευνητικό υλικό για την παραδοσιακή στολή της Περαχώρας.

Οι σχεδόν εξακόσιες σελίδες του βιβλίου καταφέρνουν να «ζωντανέψουν» μια ολόκληρη περίοδο, πληροφορούν για έθιμα που, είμαι σίγουρος, ακόμη και πολλοί ντόπιοι και εξοικειωμένοι με το αντικείμενο δεν γνωρίζουν, δίνουν πνοή στον κορινθιακό λαογραφικό πλούτο ο οποίος, στον καιρό των ταχυτήτων και των γρήγορων εικόνων, δυστυχώς παραγκωνίζεται απ’ τη νέα, κι όχι μόνο, γενιά, ανάγει την αξία της παράδοσης πάνω απ’ όποιες εφήμερες μωρολογίες που κυριαρχούν στα Μέσα σήμερα, θυμίζοντας πως οι ρίζες είναι πιο βαθιές και απ’ την ίδια μας τη ζωή.

Ο κ. Γεωργίου, με τεχνική που υπηρετεί την παραστατικότητα και καλοδουλεμένη γλώσσα, παίρνει το νήμα απ’ την αρχαιότητα και διατρέχει όλους τους αιώνες της ιστορίας των Γερανείων, αντλώντας από ποικίλες πηγές, για να φτάσει μέχρι το σήμερα.

Αφού μαθαίνουμε, ευσύνοπτα, πώς το Πείραιον έγινε Περαχώρα, αποτυπώνοντας το ιστορικό παλίμψηστο τεσσάρων χιλιάδων χρόνων προκειμένου να εγκλιματίσει ακόμη και τον αμύητο, περνούμε στο κυρίως θέμα του βιβλίου, τη διάσημη φορεσιά της Μουντάφσας.

Με έναν πλούτο φωτογραφιών που προσφέρει ανάσες στο κείμενο, τμήματα της φορεσιάς που αναλύονται λεπτομερώς, πώς δημιουργούνταν απ’ τις γυναίκες, με ποια μέσα (το περίφημο σιγκούνι με τις λεπτουργικές με μετάξι ραφές του, τα κολονάτα πουκάμισα, οι ποδιές και τα ζωνάρια), με παραστατικό και καθόλου κουραστικό τρόπο, παρά τον όγκο του βιβλίου, ακολουθώντας έπειτα κι άλλες φωτογραφίες από εκδηλώσεις και έθιμα του χωριού, μέσω των οποίων ο αναγνώστης αισθάνεται πως γίνεται ένα κομμάτι αυτής της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ο κ. Γεωργίου πετυχαίνει μια δύσκολη και δυσεπιχείρητη αποστολή: μας μεταφέρει σε μια εποχή που είναι τόσο μακριά και, ταυτόχρονα, τόσο κοντά μας, μας γνωρίζει την «Περαχώρα την έμορφη», χωρίς εξωραϊσμούς ή άτοπες υπερβολές, ακριβώς όπως αρμόζει σ’ ένα ερευνητικό πόνημα, γι’ αυτό και όλοι του χρωστούμε ευγνωμοσύνη για αυτό το έργο που θα μείνει στην Περαχώρα καθώς και σ’ όλη την Κορινθία.

Μέσα από αυτό το περίφημο κράμα ιστορίας, πολιτισμού και παράδοσης, οι επισκέπτες θα δουν το χωριό της Περαχώρας με άλλο μάτι.

Φαίνεται πως το συγκεκριμένο βιβλίο έχει βρει το καλύτερό του «σπίτι». Το Λαογραφικό Μουσείο Περαχώρας, απ’ το οποίο μπορείτε να προμηθευτείτε τον συγκεκριμένο τόμο, αναβιώνει πειστικότατα όλα όσα θα διαβάσετε στις σελίδες του.

Βρισκόμενο στην καρδιά του χωριού, μες σε πλατάνια που αυτή την περίοδο στέλνουν νεύματα δροσιάς στους μόνιμους κατοίκους και παραθεριστές, κολλητά με το Γυμνάσιο Σχολείο, στεγάζεται το Λαογραφικό Μουσείο, ένας χώρος που ξεπερνά κατά πολύ σε ποιότητα και σωρό εκθεμάτων αρκετά επαρχιακά μουσεία στα οποία ενδεχομένως να έχετε βρεθεί επισκέπτες.

Η κ. Μαρίκα Γεωργίου, η διαχειρίστρια του Μουσείου μαζί με την υπόλοιπη ομάδα της φυσικά, έχει φέρει εις πέρας ένα απαιτητικό έργο. Σε γυάλινες προθήκες και εντυπωσιακούς φωτισμούς προβάλλονται οι παραδοσιακές φορεσιές του τόπου, παλιές κούνιες νηπίων, θρανία απ’ τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, τα κοσμήματα, οι πόρπες και τα γιορντάνια.

Αξιοσημείωτο έκθεμα αποτελεί ο περίφημος «γιούκος», ο σωρός ρούχων, δηλαδή, τα προικιά της νύφης που στοιβάζονταν σ’ ένα μπαούλο το ένα πάνω στο άλλο ώστε να αποδειχτεί στον κόσμο πως η νύφη ήταν πολύφερνη. Καθημερινά αντικείμενα επίσης εκθέτονται, όπως μαγειρικά σκεύη προ ενός και δύο αιώνων, ένας αργαλειός, παλιά ραδιόφωνα καθώς και μια πλούσια συλλογή γεωργικών και κτηνοτροφικών εργαλείων.

Απ’ τα δύο πλήρως ανακαινισμένα κτήρια θα φύγετε σίγουρα με τις καλύτερες εντυπώσεις. Εύχομαι να ακολουθήσουν κι άλλες δράσεις στο χωριό ώστε να μείνει άσβεστο στη μνήμη για τις νέες γενιές το παρελθόν μας, με ανακαινίσεις κι άλλων (δημόσιων και μη) χώρων, αναβιώσεις περισσότερων εθίμων.

Τα «φώτα» είναι ανάγκη να πληθύνουν κι άλλο. Η αξιοποίηση του πολιτισμού ανέκαθεν υπήρξε σημάδι ευαισθησίας και ευφυίας. Η αίσθηση του στάσιμου χρόνου απονεκρώνει φιλοδοξίες, όνειρα, σχέδια για ένα ευοίωνο μέλλον, στενεύει απογοητευτικά τα περιθώρια προόδου.

Δυστυχώς, έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη μας στην Παιδεία και τον Πολιτισμό, ακριβώς επειδή οι σπόροι φυτεύονται βαθιά μέσα μας και αργούν να ανθίσουν ούτως ώστε να μας ατσαλώσουν απέναντι στη νωθρότητα και την πολιτιστική πενία.

Το περίφημο: «Οι κρίσεις ποτέ δεν είναι οικονομικές, αλλά πολιτιστικές», θα παραμένει για πάντα επίκαιρο! Ας διατηρήσουμε ενεργή, λοιπόν, αυτή την αδάμαστη ροή που κυλά κάτω απ’ τα πόδια μας χιλιάδες χρόνια τώρα.

Γράφει ο Βασίλης Αικατερινης