Ο εγκέλαδος είχε χτυπήσει την Κόρινθο την προηγούμενη νύχτα. Η πρώτη ισχυρή δόνηση σημειώθηκε στις 21:00. Ο κυρίως σεισμός, με μόλις 5 χλμ. εστιακό βάθος, εκδηλώθηκε λίγο μετά τις 22:10, με το μέγεθος που καταγράφηκε να φτάνει τους 6,3 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ. Η ισχυρή δόνηση συνοδεύτηκε «υπό ισχυράς βοής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σχετικό άρθρο. Σύμφωνα με τον Δ. Αιγηνίτη, ο σεισμός έγινε αισθητός σε ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο, το μεγαλύτερο μέρος της Εύβοιας και της Στερεάς Ελλάδας, τα νησιά του Σαρωνικού, τις Κυκλάδες, τον Βόλο, την Πρέβεζα, μέχρι και την Κρήτη.
Οι δονήσεις προκάλεσαν «ευλόγως», κατά την εφημερίδα, τρόμο στους Αθηναίους αφού ήταν «ερχόμεναι μετά τα αγγέλματα των καταστρεπτικών σεισμών της Σμύρνης, της Βουλγαρίας και της Μακεδονίας». Αναφέρεται ακόμη ότι «η γη ολόκληρος εσείετο και η ανησυχία του κόσμου μετεβλήθη εις πραγματικήν αγωνίαν, εις πανικόν. Εις την οδόν Αιόλου μερικαί γυναίκες διαμένοντες έναντι του Ιερού Ναού της Χρυσοσπηλαιωτίσσης εσπεύσαντες εις την εκκλησίαν και επειδή αυτή ήτο κλειστή εστάθησαν επί των βαθμίδων και εσταυροκοπούντο. Εις τα κέντρα, τα θέατρα και τους κινηματογράφους εσημειώθησαν ανάλογοι σκηναί μικροπανικού». Ενώ δεν έλλειψαν και περιστατικά όπου μερικοί έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και να «τραπούν εις φυγήν αφίνοντες τον λογαριασμόν απλήρωτον».
Ο διευθυντής του σεισμογραφικού τμήματος του Αστεροσκοπείου Αθηνών, δεν απόκλειε την πιθανότητα να σημειώθηκαν δονήσεις και σε άλλα μέρη όπου υπάρχουν σεισμογενή ρήγματα όπως για παράδειγμα, στην Αταλάντη. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, «το εξαιρετικόν των σεισμικών δονήσεων τούτων είνε ότι το επίκεντρό των ευρίσκεται πολύ πλησίον των Αθηνών, μόλις απέχον περί τα 75 χιλιόμετρα και από της απόψεως αυτής, είνε επικίνδυνον». Σύμφωνα με το άρθρο, ο τελευταίος σεισμός που είχε ταρακουνήσει την πρωτεύουσα ήταν ο σεισμός του 1914, που είχε σημειωθεί «με επίκεντρον τας Θήβας απεχούσας 45 μόνον χιλιόμετρα μακράν των Αθηνών».
Οι καταστροφές υπήρξαν πολλές και δυσανάλογες του μεγέθους του σεισμού, στοιχείο που μαρτυρά την κακή ποιότητα των κτισμάτων στην Κόρινθο και στις γύρω περιοχές. Η «Καθημερινή» της 24ης Απριλίου κάνει λόγο για 15 χιλιάδες σεισμοπαθείς. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα για την εικόνα της πόλης της Κορίνθου: «Η Κόρινθος, η άλλοτε πολυανθρωποτέρα της Ελλάδος, κατάκειται τώρα εις σωρόν ερειπίων. Μία στιγμή υποχθονίου οργής την εξεθεμελίωσεν όλην και από τας οικοδομάς της, τους δρόμους της. […] Αν εδώ κ’ εκεί υπάρχουν τοίχοι όρθιοι, είνε και αυτοί ετοιμόρροποι˙ αι στέγαι έχουν καταπέσει, αι προσόψεις έχουν διαρραγή, οι εξώσται κρέμανται ως από μίαν κλωστήν, τα δένδρα έχουν εκριζωθή και από τας οικίας αι οποίοι έξαφνα ήνοιξαν φαίνονται κατεστραμμένα, καταθρυμματισμένα τα έπιπλα, τα σκεύη, ο πτωχός πλούτος των κατοίκων της ερειπωθήσης πόλεως. […] Και πέραν αυτών, εις τα γύρω βουνά και τας πεδιάδας, γυμνός άστεγος, πτωχός, κατεστραμμένος, ολόκληρος ο περισωθείς πληθυσμός της πόλεως». Η εφημερίδα καλούσε το κράτος, του δήμους, τις τράπεζες και τους εύπορους πολίτες να συνδράμουν οικονομικά αλλά και με όποιον άλλον τρόπο μπορούσαν τους «δοκιμαζόμενους κατοίκους της καταστραφείσης Κορίνθου».
Για την ανακούφιση των πληγέντων, διοργανώθηκαν έρανοι ενώ, τον Οκτώβριο του 1928, ο τότε Μητροπολίτης Κορίνθου (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος) Δαμασκηνός επισκέφτηκε τις ΗΠΑ προς ανεύρεση οικονομικών πόρων από τους ομογενείς. Για την ανοικοδόμηση της Κορίνθου και του Λουτρακίου δημιουργήθηκε ο Αυτόνομος Οργανισμός Σεισμοπαθών Κορίνθου, με επικεφαλής τον Δαμασκηνό, και, για πρώτη φορά, εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα νέοι κανονισμοί αντισεισμικής κατασκευής κτιρίων.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Θανάσης Συροπλάκης