Είναι πιθανό με την ευκαιρία αυτή να ανακοινώσει ήδη την επόμενη επιλογή του για την πρωθυπουργία, αλλά και τις κινήσεις με τις οποίες σκοπεύει να ξεπεράσει το πρόβλημα ότι συνεπεία της πτώσης της κυβέρνησης η χώρα έχει μείνει και χωρίς προϋπολογισμό για το 2025.
Οι πρωθυπουργοί είναι κατά παράδοση αναλώσιμο είδος στο πλαίσιο του γαλλικού ημι-μοναρχικού πολιτειακού μοντέλου. Όμως εν προκειμένω αυτός που βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης είναι ο ίδιος ο ένοικος του Ελυζέ. Όπως το διατύπωσε ο επικεφαλής της Ανυπότακτης Γαλλίας, Ζαν Λυκ Μελανσόν, εκ των πρωτεργατών της ανατροπής της κυβέρνησης. "ακόμη και έναν Μπαρνιέ κάθε τρεις μήνες, ο Μακρόν δεν θα αντέξει τρία χρόνια”, που απομένουν για τη λήξη της προεδρικής του θητείας.
Σε κάθε περίπτωση, η τωρινή αναταραχή αποτελεί λογική συνέχεια των καλοκαιρινών επιλογών του Γάλλου προέδρου, ο οποίος αντέδρασε στο δυσμενές για τις δυνάμεις που τον στηρίζουν αποτέλεσμα των ευρωεκλογών προκαλώντας πρόωρες βουλευτικές εκλογές και κατόπιν αρνήθηκε να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στην παράταξη που εξασφάλισε την σχετική πλειοψηφία, δηλ. το Νέο Λαϊκό Μέτωπο της αριστεράς, ακριβώς λόγω της συμμετοχής σε αυτό της Ανυπότακτης Γαλλίας. Μάλιστα για δύο μήνες μετά τις εκλογές η Γαλλία παρέμεινε στα χέρια της αποδοκισμασθείσας κυβέρνησης του Γκραμπιέλ Ατάλ, με την επίκληση της ανάγκης ολοκλήρωσης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Η απόπειρα του Μακρόν να επιβληθεί έναντι όλων παρά τον τροποποιημένο συσχετισμό οδηγήθηκε στα όριά της, καθώς άλλοι απεργάζονται σχέδια αποχώρησής του από την εξουσία (λ.χ. η Ανυπότακτη Γαλλία ζητά πρόωρες προεδρικές εκλογές) και άλλοι προσπαθούν να τον "διαπαιδαγωγήσουν” σε μία νέα ρότα υπό την καθοδήγησή τους.
Τέτοια είναι ασφαλώς η περίπτωση της ηγέτιδας του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού, Μαρίν Λεπέν, η οποία διευκρινίζει ότι δεν ζητά την παραίτηση του προέδρου, απορρίπτει τον "καταστροφισμό”, υποστηρίζοντας ότι το θεσμικό πλαίσιο που οικοδόμησε ο ντε Γκωλ είναι σε θέση να δώσει λύσεις, ενώ υπόσχεται να εγκρίνει με ειδικό νόμο ένα νέο σχέδιο προϋπολογισμού, αρκεί ο Μακρόν να "σεβαστεί τους ψηφοφόρους” της.
Αλλά τον δρόμο για την κηδεμόνευσή του από την ακροδεξιά ο Γάλλος πρόεδρος τον άνοιξε αφ' ης στιγμής κατέδειξε ότι η πρώτη προτεραιότητά του ήταν να κρατήσει την αριστερά μακριά από την εξουσία, διορίζοντας μία κυβέρνηση μειοψηφίας, με σαφώς υπονοούμενη την επένδυση στην ανοχή και κατά περίπτωση στήριξη του Εθνικού Συναγερμού.
Όπως και αν έχει, οι διαρκείς ελιγμοί που κρατούσαν τον Μακρόν "στον αφρό” από την πρώτη στιγμή που διεκδίκησε την εξουσία, αξιοποιώντας τη "συσπείρωση του ρεπουμπλικανικού μετώπου” απέναντι στον "κίνδυνο της Λεπέν”, έπαψαν να λειτουργούν, άπαξ και προέκυψε ένα τριχοτομημένο κοινοβούλιο, στο οποίο τα δύο άκρα δεν άργησαν να συμπράξουν για την ανατροπή μιας κυβέρνησης του κέντρου.
Τα πράγματα περιπλέκει ακόμη περισσότερο η συνταγματική απαγόρευση διεξαγωγής νέων εκλογών πριν από την παρέλευση έτους από τις προηγούμενες. Συνεπώς ο Μακρόν έχει να επιλέξει ανάμεσα στον συμβιβασμό με κάποιους εκ των αντιπάλων του και στην υιοθέτηση μιας όλο και πιο "μοναρχικής” διακυβέρνησης - π.χ. εγκρίνοντας εντέλει μόνος του τον επόμενο προϋπολογισμό με βάση το άρθρο 16 του Συντάγματος περί ακραίων συνθηκών. Όμως το "ακραίο”, εν προκειμένω, δεν είναι παρά η ασυμφωνία της λαϊκής βούλησης με τις επιλογές του.
Πιθανότατα, ο Γάλλος πρόεδρος προσβλέπει ακόμη στην απόσπαση των Σοσιαλιστών από το μέτωπο της αριστεράς για τη στήριξη μιας νέας κυβέρνησης. Όμως οι τελευταίοι δεν έχουν ισχυρούς λόγους να μπουν και μάλιστα αυτή τη στιγμή στο "κάδρο” της φθοράς του Μακρόν.
Αλλά τη μεγάλη εικόνα, πέρα από τις κινήσεις σε επίπεδο πολιτικού σκηνικού, την υπενθυμίζει η αφορμή της ανατροπής της κυβέρνησης Μπαρνιέ, ήτοι η αδυναμία της να εκπονήσει προϋπολογισμό που να τύχει κοινοβουλευτικής έγκρισης – εξού και η πρωτοβουλία της, που οδήγησε στην έκρηξη, να καταφύγει στη διαδικασία της πράξης νομοθετικού περιεχομένου για αυτή την κορυφαία πράξη διακυβέρνησης.
Σε μία χώρα η οποία δεν έχει ισοσκελίσει τους προϋπολογισμούς της εδώ και δεκαετίες, αλλά πρωταγωνιστούσε πολιτικά στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, το κοινοτικό πλαίσιο πρόσφερε μιαν "ασυλία”, η οποία μόλις έπαψε να υπάρχει, όπως διαπιστώνουμε από το γεγονός ότι οι αποδόσεις των πενταετών γαλλικών ομολόγων ξεπέρασαν αυτές των ελληνικών.
Το διευρυνόμενο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας απέναντι στους εταίρους και ανταγωνιστές της στην κοινή αγορά, μπορεί, σε περιβάλλον νομισματικής ενοποίησης, να καλυφθεί μόνο με τη στήριξη των επιχειρήσεων μέσω προνομιακής φορολογικής μεταχείρισης και άρα με μετατόπιση των δημοσιονομικών βαρών σε μία κοινωνία προφανώς απρόθυμη να στερηθεί το κοινωνικό κράτος που μέχρι πρότινος απολάμβανε.
Εξού και την ώρα που ο Μπαρνιέ επιχειρούσε να κλείσει μία "τρύπα” 60 δισ. ευρώ, η μεν αριστερά ζητούσε ριζικά επεκτατική πολιτική, η δε ακροδεξιά "υπεράσπιση του επιπέδου διαβίωσης των Γάλλων”, παράλληλα με καταγγελίες ότι η υπάρχουσα κατάσταση πνίγει το επιχειρείν.
Είναι αυτό το σημείο όπου η εξάντληση του γαλλικού αναπτυξιακού μοντέλου συμπαρασύρει στην κρίση το πολιτικό σκηνικό, αλλά και θέτει πλέον εν αμφιβόλω την ίδια την προοπτική της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης, μεταθέτοντας τη δεύτερη οικονομία της ευρωζώνης στην κατηγορία του "μεγάλου ασθενούς” τύπου Ιταλίας, που ίσως χρειαστεί σε πρώτη φάση τις "διευκολύνσεις” της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων. Δεν είναι ασφαλώς αυτή μία συνθήκη που μπορεί να εξασφαλίσει τις κατάλληλες συναινέσεις μεταξύ των "27” για την επόμενη μέρα.
Κώστας Ράπτης
capital.gr