Περίπου 10%-20% των παιδιών που τελειώνουν το νηπιαγωγείο δεν είναι έτοιμα να φοιτήσουν στην Α' Δημοτικού
«Το ποσοστό παρουσιάζει αυξητική τάση μετά την πανδημία και τον αυξανόμενο χρόνο χρήσης οθόνης και στις προσχολικές ηλικίες», αναφέρει στο protothema.gr η Καθηγήτρια Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δρ. Άρτεμις Τσίτσικα – Τι είναι η σχολική ετοιμότητα

Της Βασιλικής Χρυσοστομίδου

Περίπου δύο στα δέκα παιδιά μετά το νηπιαγωγείο δεν είναι έτοιμα να προχωρήσουν στην Πρώτη Δημοτικού. Το ζήτημα της σχολικής ετοιμότητας απασχολεί αρκετές οικογένειες αυτή την περίοδο, καθώς – αφού εντοπιστούν δυσκολίες από τους εκπαιδευτικούς – συστήνεται η επαναφοίτηση στο νηπιαγωγείο, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η μετέπειτα πορεία τους στο δημοτικό.

«Το ποσοστό αυτό παρουσιάζει αυξητική τάση μετά την πανδημία και τον αυξανόμενο χρόνο χρήσης οθόνης και στις προσχολικές ηλικίες, σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία και τις έρευνές μας στο ΠΜΣ», αναφέρει στο protothema.gr η Καθηγήτρια και Εκπρόσωπος της UNESCO GHE/WHO Collaborating Centre, Διευθύντρια του ΠΜΣ «Στρατηγικές Αναπτυξιακής και Εφηβικής Υγείας» της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Δρ. Άρτεμις Τσίτσικα.

«Συγκεκριμένα, τα μικρά παιδιά που εκτίθενται για περισσότερο χρόνο σε ατομικές οθόνες (tablet/smartphone) έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καθυστέρηση στις εκφραστικές γλωσσικές τους δεξιότητες, δηλαδή καθυστέρηση ικανότητας έκφρασης με λέξεις και προτάσεις. Επιπλέον, για κάθε 30’ αύξησης στην καθημερινή χρήση, υπάρχει 49% αυξημένος κίνδυνος καθυστέρησης έκφρασης της γλώσσας», εξηγεί η Καθηγήτρια.

Τι είναι η σχολική ετοιμότητα

«Ως “σχολική ετοιμότητα” ορίζουμε ένα σύνολο δεξιοτήτων του παιδιού που αφορούν τη συμπεριφορά και τις γνωστικές ικανότητές του, οι οποίες είναι απαραίτητες για την προσαρμογή και ανταπόκριση στις απαιτήσεις του σχολικού πλαισίου», αναλύει η κ.Τσίτσικα.

«Η σχολική ετοιμότητα εντάσσεται ηλικιακά από τα 5 έτη και 7 μήνες έως τα 6 έτη και 6 μήνες. Εάν διαπιστωθεί ότι το παιδί δεν έχει κατακτήσει τους απαιτούμενους ηλικιακούς στόχους, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή πορεία του στη μετέπειτα σχολική ζωή, τότε είναι προτιμότερο να συστηθεί επαναφοίτηση στο νηπιαγωγείο. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται σε παιδιά, που έχουν γεννηθεί μετά τους καλοκαιρινούς μήνες και άρα είναι ηλικιακά πιο μικρά, καθώς και σε παιδιά με υπερκινητικότητα ή/και διάσπαση προσοχής, θέματα συμπεριφοράς ή περιβαλλοντικών προκλήσεων», πρόσθεσε.

Δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία, μόνο τάσεις

«Στην Ελλάδα, κατά μέσο όρο, εγγράφονται ετησίως γύρω στις 87.000 μαθητές, αριθμός που εμφανίζει πτωτική τάση λόγω του δημογραφικού προβλήματος», εξηγεί η κ. Χρυσάνθη Σαρίδου, εκπαιδευτικός, διευθύντρια του 4ου Δημοτικού Σχολείου στο Λαγονήσι, πρώην προϊσταμένη 1ου ΚΕΔΑΣΥ Ανατολικής Αττικής.

«Αν και δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία, διαπιστώνεται ότι περίπου το 10-20% των παιδιών, που ξεκινούν την πρώτη δημοτικού στη χώρα μας, ενδέχεται να εμφανίσουν ελλείψεις στη σχολική ετοιμότητα. Σε σχέση με τα φύλα, φαίνεται ότι τα κορίτσια σημειώνουν υψηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τη σχολική τους ετοιμότητα σε σύγκριση με τα αγόρια, αν και αυτά παρουσιάζουν υψηλότερες επιδόσεις στις κινητικές δεξιότητες», υπογραμμίζει.

Όταν οι γονείς καθυστερούν…

«“Μικρό είναι ακόμη, όταν ωριμάσει θα μπορεί να κάνει τα πάντα, λένε συχνά οι γονείς, θεωρώντας δεδομένο ότι το παιδί τους είναι έτοιμο για τη μετάβαση στο δημοτικό. Αποτέλεσμα, να χάνουν χρόνο ελπίζοντας ότι οι δυσκολίες του παιδιού θα “εξαφανιστούν” καθώς αυτό μεγαλώνει. «Ωστόσο, εάν υπάρχει δυσκολία, όσο πιο έγκαιρα εντοπιστεί και αντιμετωπιστεί, τόσο πιο γρήγορα θα μάθει το παιδί να αναπτύσσει τεχνικές για να καλλιεργήσει τις δεξιότητές του και να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του», σημειώνει η κ. Σαρίδου, τονίζοντας τη σημασία της σωστής ενημέρωσης των γονέων κυρίως μέσω δράσεων του σχολείου.

Η επιρροή του οικογενειακού περιβάλλοντος

Στην καλλιέργεια της σχολικής ετοιμότητας, καθοριστικό ρόλο παίζει το οικογενειακό περιβάλλον γραμματισμού καθώς αυτό «συσχετίζεται σημαντικά με τις επιδόσεις των παιδιών στον προφορικό λόγο, στην αυτορρύθμιση της προσοχής, την κοινωνικο-συναισθηματική επάρκεια», επισημαίνει η κ.¨Σαρίδου, παραπέμποντας σε σχετικές διεθνείς έρευνες. Ειδικότερα, γίνεται γνωστό ότι υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των αναγνωστικών συνηθειών των γονέων με τις επιδόσεις των παιδιών τους στον προφορικό λόγο και στην ανάγνωση.

«Όταν τα παιδιά βλέπουν τους γονείς τους με ένα βιβλίο στο χέρι, είναι μαθηματικά βέβαιο, ότι και τα ίδια – εφόσον δεν αντιμετωπίζουν κάποια ειδική εκπαιδευτική ανάγκη - θα τους μιμηθούν», αναφέρει.

Τι χρειάζεται να έχει κατακτήσει ένα παιδί ώστε να θεωρείται «έτοιμο» για την πρώτη δημοτικού

Το πρώτο, που ελέγχεται είναι η ικανότητα συγκέντρωσης και το κατά πόσο μπορεί το παιδί να διατηρήσει την προσοχή του για επαρκή χρονική διάρκεια. Επίσης, αξιολογείται η ικανότητα «επιλεκτικής προσοχής», δηλαδή αν μπορεί να εστιάσει σε συγκεκριμένο ερέθισμα αγνοώντας τα υπόλοιπα. Ταυτόχρονα, είναι σημαντική η «μετάβαση της προσοχής», η ικανότητα, δηλαδή, να αλλάζει το παιδί από τη μία δραστηριότητα σε μία άλλη, επισημαίνει η ειδικός.

Η ίδια αναφέρεται στην αξία της μνήμης: «Η βραχυπρόθεσμη και η “εργαζόμενη” μνήμη, πρέπει να ελεγχθούν επίσης. Για παράδειγμα, μπορεί το παιδί να κατανοήσει και να επαναλάβει οδηγίες του τύπου “πάρε το κόκκινο μολύβι και βάλτο στο συρτάρι”; Αναγνωρίζει σχήματα; Χρώματα; Εικόνες; - αυτή είναι η μνήμη εργασίας. Μπορεί να συγκρατήσει και να επεξεργαστεί πληροφορίες προσωρινά; Μπορεί να συγκρίνει κάποιες ποσότητες; Αναγνωρίζει βασικές έννοιες όπως “μέσα-έξω”, “πάνω-κάτω”, “μπροστά-πίσω”; Κατανοεί σχέσεις, όπως “αίτιο-αποτέλεσμα”, “ομοιότητες-διαφορές”; Μπορεί να κατηγοριοποιεί μονάδες, όπως τα φρούτα ή τα ζώα; Μπορεί να βρει λύση σε απλά προβλήματα, να δώσει μία ακολουθία γεγονότων ή να προβλέψει τι θα γίνει μετά; Να σχηματίσει υποθέσεις με επιλογή της κατάλληλης στρατηγικής; Επιπλέον, σημαντικό είναι το παιδί να είναι σε θέση να κατανοήσει βασικές οδηγίες σχετικά με το πως μπορεί να εκτελέσει μία εργασία και να γνωρίζει αν αυτή την εργασία μπορεί να την κάνει ή όχι; Πρόκειται για τις “μεταγνωστικές δεξιότητες”».

Πιο «κοντά» στα μαθήματα του σχολείου, είναι οι προμαθηματικές και προαναγνωστικές δεξιότητες, επομένως επιβάλλεται η αξιολόγησή τους.

«Μπορεί το παιδί να μετρήσει μέχρι το 10 και να αναγνωρίσει αριθμούς; Κατανοεί ποσότητες; Ταξινομεί; Σειροθετεί; Επίσης, αναγνωρίζει φωνήματα και γράμματα; Κατανοεί ότι οι λέξεις αποτελούνται από ήχους, έχει δηλαδή φωνολογική επίγνωση; Έχει ικανότητα εντοπισμού ρίμας; Μπορεί να σχηματίσει μικρά ποιηματάκια; Ή όταν ακούει μία λέξη, να βρίσκει την ομοιοκαταληξία στην επόμενη πρόταση; Κατανοεί τη φορά της ανάγνωσης από τα αριστερά προς τα δεξιά, ακόμη κι αν δεν ξέρει να διαβάζει;», φέρνει ως παραδείγματα η κ. Σαρίδου, καθώς όλα τα ανωτέρω αποτελούν προβλεπτικούς δείκτες τόσο για το δημοτικό όσο και για το γυμνάσιο.

Εκτός της μαθησιοκεντρικής ετοιμότητας του παιδιού, καθοριστικό ρόλο για την πορεία του στο σχολείο είναι η κοινωνικοσυναισθηματική του ετοιμότητα.

Πιο απλά, το παιδί πρέπει να είναι σε θέση να συνεργάζεται με τα άλλα παιδιά, να αυτορρυθμίζει τα συναισθήματά του, να κατανοεί βασικούς κανόνες συμπεριφοράς, να έχει αυτονομία χωρίς την υποστήριξη ενός ενήλικα, όπως στην προσωπική του φροντίδα. Να συμμορφώνεται σε ρουτίνες, να ακολουθεί τους κανόνες της τάξης.

Περιττή η «βιασύνη» των γονέων

«Οι γονείς δεν πρέπει να βιάζονται», τονίζει η κ. Χρυσάνθη Σαρίδου, εξηγώντας πως είναι «περιττό να υποβάλουμε ένα παιδί σε επίπονες διαδικασίες, υποχρεώνοντάς το να κάνει περισσότερα από όσα αναλογούν στο ηλικιακό του επίπεδο. Στην πραγματικότητα, αν και στην αρχή μπορεί να φαίνεται ως “επιτυχία” του παιδιού να μπορεί να γράφει και να διαβάζει από την αρχή της πρώτης δημοτικού, μετά τα Χριστούγεννα όλα τα παιδιά βρίσκονται ακριβώς στο ίδιο επίπεδο. Ταυτόχρονα, τα παιδιά, που μπήκαν στη διαδικασία γραφής και ανάγνωσης πριν την έναρξη του δημοτικού, στις αρχές της χρονιάς βαριούνται την ώρα του μαθήματος. Με βάση τα προαναφερθέντα, δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο όφελος. Να τονιστεί, ότι η σύγκριση γίνεται μεταξύ παιδιών, τα οποία δεν έχουν μαθησιακές δυσκολίες».

Για τη βελτίωση των δεξιοτήτων του παιδιού, εκείνο που συστήνεται στους γονείς από τους ειδικούς, είναι η ανάγνωση βιβλίων μαζί του, το παιχνίδι, οι δραστηριότητες, οι επισκέψεις σε μουσεία και χώρους πολιτισμού – «οπουδήποτε μπορεί το παιδί πολυαισθητηριακά να γνωρίσει τον κόσμο γύρω του. «Σημαντικός είναι ο ποιοτικός χρόνος των γονέων με τα παιδί, το θετικό συναισθηματικά κλίμα και ο περιορισμός του χρόνου οθόνης σε ένα-δύο ώρες ημερησίως και όχι κατά τη διάρκεια του φαγητού, προ ύπνου ή σαν “ηλεκτρονική νταντά”. Η χρήση κινητού δεν επιτρέπεται σε αυτές τις ηλικίες», προσθέτει η κα Τσίτσικα.

Η σχέση της σχολικής ετοιμότητας με τις μαθησιακές δυσκολίες

Αν και είναι δεδομένο ότι υπάρχουν διαφορές στην απόδοση των παιδιών στο νηπιαγωγείο, είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη τα ερεθίσματα, που έχει δεχθεί ένα παιδί από το περιβάλλον του. Αν, για παράδειγμα, οι γονείς έχουν προσπαθήσει να δείξουν στο παιδί να μάθει να γράφει το όνομά του, είναι αναμενόμενο ότι θα μπορεί να το κάνει. Ωστόσο, αν παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες, το παιδί εξακολουθεί να δυσκολεύεται, ενδεχομένως να αποτελεί περίπτωση άξια διερεύνησης.

Σε κάθε περίπτωση, «η σχολική - ή όχι - ετοιμότητα δεν πρέπει απαραίτητα να συνδεθεί με τις μαθησιακές δυσκολίες», υπογραμμίζει η κ.Σαρίδου, διευκρινίζοντας πως «δεν σημαίνει, δηλαδή, ότι ένα παιδί, το οποίο δεν είναι έτοιμο να πάει στην πρώτη δημοτικού έχει απαραιτήτως και μαθησιακές δυσκολίες – αν και είναι πιθανό και χρήζει διερεύνησης. Αξίζει να αναφερθεί, ότι παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού, μπορεί να διαθέτουν σχολική ετοιμότητα».

Η ωριμότητα ως παράγοντας σχολικής ετοιμότητας

Πολλοί μπορεί να είναι οι λόγοι, που ένα παιδί δεν είναι έτοιμο για την πρώτη δημοτικού. Μεταξύ αυτών, ορισμένοι σχετίζονται με το περιβάλλον του: «Το παιδί, που βιώνει ένα στερημένο οικογενειακό περιβάλλον ή αντιμετωπίζει έντονες ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες, τότε ίσως να μην είναι ακόμη έτοιμο. Ένα συγκρουσιακό διαζύγιο ή η γέννηση ενός αδελφού που δεν μπορεί να τη διαχειριστεί καλά, επίσης μπορεί να εμφανίσει καθυστέρηση στη σχολική ετοιμότητα», εξηγεί η κ.Σαρίδου, προσθέτοντας πως η απουσία σχολικής ετοιμότητας, ίσως σχετίζεται απλώς με το επίπεδο ωρίμανσής του.

«Ιδανικά, θα έπρεπε όλα τα παιδιά να περνούν μία μορφή screening τελειώνοντας το νηπιαγωγείο, ώστε να ελέγχονται οι γνωστικές ικανότητες, που αποτελούν τους κρίσιμους άξονες της σχολικής ετοιμότητας», λέει η ειδικός.

Σε μία περίοδο, που ακόμη και οι δύο ή οι τρεις μήνες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ωρίμανση του παιδιού, οι νηπιαγωγοί από την προηγούμενη άνοιξη, καλούνται να αποφανθούν για το αν το παιδί θα είναι έτοιμο να φοιτήσει στην πρώτη δημοτικού ή όχι.

Η εμπειρία τους είναι εκείνη που θα λειτουργήσει θετικά ως προς το να δώσουν τις σωστές κατευθύνσεις στους γονείς. «Συστήνοντας επαναφοίτηση στο νηπιαγωγείο, δίνεται σε ορισμένους μαθητές η ευκαιρία να ξεπεράσουν τη σχολική αποτυχία πριν αυτή εκδηλωθεί», επισημαίνει.

«Η εκτίμηση της σχολικής ετοιμότητας είναι εξαιρετικής σημασίας καθώς η μάθηση κατακτάται όταν ένα παιδί αισθάνεται ασφαλές, ήρεμο και ικανό να συμμετέχει ενεργά. Τα παιδιά αναπτύσσουν το σύνολο του δυναμικού τους όταν δεν αισθάνονται πίεση και νιώθουν αυτοπεποίθηση στην τάξη. Αυτό έχει προεκτάσεις και στην άθληση, τις δραστηριότητες, την κοινωνικοποίηση και γενικότερα την σχολική ζωή. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ένα μικρό διάστημα καθυστέρησης προκειμένου να κατακτηθεί η σχολική ετοιμότητα μπορεί να επηρεάσει θετικά την εξέλιξη του παιδιού χωρίς κόστος, και αυτή την ισορροπία χρειάζεται να εξασφαλίσουμε για το κάθε παιδί», τονίζει η Δρ. Τσίτσικα.

Τα επόμενα βήματα

«Η επαναφοίτηση συνιστάται κυρίως σε παιδιά, που ενδέχεται να μην είναι αναπτυξιακά ώριμα να αρχίσουν το σχολείο. Στις περιπτώσεις αυτές, οι νηπιαγωγοί ζητούν από τους γονείς να γίνει ένας προληπτικός έλεγχος των δεξιοτήτων του παιδιού με σκοπό την πρώιμη ανίχνευση των δυσκολιών. Αν πρόκειται για μαθησιακές δυσκολίες ή ακόμη και νευροαναπτυξιακές διαταραχές, είναι σημαντικό να δοθούν οδηγίες και να συσταθούν παρεμβάσεις σχετικά με τη σωστή διαχείριση της κατάστασης», λέει η κ.Σαρίδου.

Τις συστάσεις της νηπιαγωγού, η οποία εντοπίζει και περιγράφει αναλυτικά τις δυσκολίες του παιδιού, θα πρέπει να ακολουθήσει ενδελεχής διερεύνηση. Η αξιολόγηση πραγματοποιείται από διεπιστημονική ομάδα, η οποία μπορεί να αποτελείται από εκπαιδευτικό, ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό ή άλλους θεραπευτές όπως λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, ώστε να προκύπτει μία ολιστική εικόνα για το παιδί.

Για την επαναφοίτηση στο νηπιαγωγείο, απαιτείται σχετική γνωμάτευση από το οικείο ΚΕΔΑΣΥ (Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης – Συμβουλευτικής και Υποστήριξης). «Αγκάθι» στη διαδικασία, αποτελεί η καθυστέρηση που παρατηρείται συνήθως στην ανταπόκριση των ΚΕΔΑΣΥ στα αιτήματα των οικογενειών.

Ωστόσο, κυρίως για τις περιπτώσεις των παιδιών, που εμφανίζουν θέμα ωριμότητας και όχι ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, βεβαίωση επαναφοίτησης μπορεί να χορηγήσει και η Σύμβουλος Εκπαίδευσης Ειδικής Αγωγής και Ενταξιακής Εκπαίδευσης, προκειμένου να επισπεύδονται οι διαδικασίες και χωρίς να χρειάζεται η αξιολόγηση του παιδιού να γίνει από το ΚΕΔΑΣΥ.

 

protothema.gr