Εξάλλου, καθησυχαστικοί επί του θέματος εμφανίστηκαν με δηλώσεις τους τόσο ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας, όσο και ο σύμβουλος του πρωθυπουργού με αρμοδιότητα για τις τράπεζες Αλέξης Πατέλης, ξεκαθαρίζοντας ότι το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι επαρκώς θωρακισμένο.
Όπως εξάλλου τονίζουν τραπεζικά στελέχη, η Credit Suisse και η Silicon Valley Bank κατέρρευσαν για συγκεκριμένους λόγους που καμία σχέση δεν έχουν με τις ελληνικές τράπεζες.
H Silicon Valley Bank
Στην πρώτη περίπτωση, ο λόγος για τον οποίο κατέρρευσε η Silicon Valley Bank είχε να κάνει με το γεγονός ότι είχε επενδύσει τα κεφάλαια των καταθετών της σε μακροπρόθεσμα ομόλογα. Τα οποία και κατέγραψαν πάρα πολύ μεγάλες απώλειες λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια τράπεζα με πολύ υψηλές καταθέσεις, άλλα αντίστοιχα πολύ μικρότερες χορηγήσεις, με αποτέλεσμα να πρέπει να επενδύει σε ομόλογα και άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, ούτως ώστε να μπορέσει να καλύψει το κόστος των τόκων που κατέβαλε στους καταθέτες. Και, καθώς η ραγδαία άνοδος των επιτοκίων άλλαξε τα δεδομένα, βρέθηκε να καταγράφει σημαντικές κεφαλαιακές απώλειες, τις οποίες δεν μπόρεσε να καλύψει, με αποτέλεσμα οι καταθέτες να αποσύρουν μαζικά τα χρήματά τους.
Στον αντίποδα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν έναν εξαιρετικά υγιή λόγο δανείων προς καταθέσεις. Παράλληλα -όπως προέκυψε και από τα αποτελέσματα που ανακοίνωσαν για το 2022- κατέγραψαν σημαντικά κέρδη μέσα από αγοραπωλησίες ομολόγων και άλλες αντίστοιχες χρηματοοικονομικές πράξεις.
Αυτό σημαίνει ότι, όπως εξάλλου και αποτυπώθηκε και από την κερδοφορία τους, οι ελληνικές τράπεζες ωφελούνται έντονα από την αύξηση των επιτοκίων, ενώ ταυτόχρονα φρόντισαν να έχουν στην κατοχή τους ομόλογα και άλλους τίτλους που προσφέρουν υψηλές αποδόσεις.
Η Credit Suisse
Αντίστοιχα, για την περίπτωσή της Credit Suisse, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ήταν γνωστά εδώ και χρόνια και η αιμορραγία των καταθέσεων της διαρκής.
Έτσι, η ελβετική τράπεζα έφτασε να μην έχει επαρκή κεφάλαια προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητές της, ενώ και σε αυτή την περίπτωση δεν κατέστη εφικτό να αντλήσει τα απαραίτητα χρήματα από τις χρηματαγορές.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η στήριξη που έλαβε αργά χθες το βράδυ από τις ελβετικές αρχές δείχνει πόσο η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας είναι διατεθειμένη να πράξει οτιδήποτε χρειαστεί προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Στον αντίποδα όλων αυτών, οι ελληνικές τράπεζες όχι μόνο δεν αιμορραγούν καταθετικά, αλλά αντίθετα τα τελευταία χρόνια έχουν αυξήσει σημαντικά τα διαθέσιμα τους.
Όπως προκύπτει και από τα τελευταία στοιχεία των δημοσιευμένων ισολογισμών τους, ο λόγος δανείων προς καταθέσεις είναι σημαντικά κάτω από το ένα (δηλαδή έχουν περισσότερες καταθέσεις από δάνεια).
Ταυτόχρονα, λόγω και της σημαντικής κερδοφορίας που έχουν καταγράψει τα τελευταία χρόνια, βελτιώνουν σε σταθερά την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που ανακοίνωσαν για το τέλος του 2022, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια που έχουν θέσει οι αρμόδιες εποπτικές αρχές και είναι από τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη.
Παράλληλα, το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια δεν έχουν προχωρήσει σε διανομή μερίσματος σημαίνει ότι το σύνολο της κερδοφορίας τους παραμένει σε αυτές, βελτιώνοντας έτι περαιτέρω τους ισολογισμούς τους.
Μονοψήφια κόκκινα δάνεια
Επιπλέον, αξιοποιώντας και το πρόγραμμα Ηρακλής, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει το ποσοστό των κόκκινων δανείων που έχουν στην κατοχή τους σε μονοψήφιο επίπεδο. Ενώ, με τουλάχιστον τα μέχρι στιγμής δεδομένα, δεν βρίσκονται αντιμέτωπες με μια νέα γενιά κόκκινων δανείων λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς, το αρνητικό διεθνές κλίμα είναι δεδομένο ότι θα επηρεάσει τις ελληνικές τράπεζες, τουλάχιστον όσον αφορά το σκέλος των μετοχών τους.
Όμως, τα εξαιρετικά ισχυρά θεμελιώδη τους, η κερδοφορία αλλά και οι κινήσεις που έχουν κάνει για να θωρακίσουν τους ισολογισμούς τους συμβάλλουν καθοριστικά στο γεγονός ότι σε αυτή τη φάση ουδεμία σχέση έχουν με τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Silicon Valley Bank και Credit Suisse σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ελβετία αντίστοιχα.
Δημήτρης Πεφάνης
cnn.gr