Ένα τσούρμο γυναίκες έτρεξαν και τις άνοιξαν και έστησαν σωστή γιορτή. Γεμάτες ήταν με σερβιέτες! Θα έβγαζαν όλες τους τον μήνα δωρεάν!
Το περιστατικό δεν συνέβη σε κάποια χώρα της Ασίας ή της Αφρικής, από εκείνες που τις μαθαίνουμε όποτε μαστίζονται από λοιμό ή εμφύλιο ή από ξένη εισβολή. Στην Αττική συνέβη, δεκαπέντε χιλιόμετρα από την Πλατεία Συντάγματος. Σε ένα χωριό που τώρα πια έχει γίνει αθηναϊκό προάστιο, με μεζονέτες και μολ. Πότε; Το 1975. Το καταγράφει στο βιβλίο του "Αυστραλία, η Επιστροφή" ο Κώστας Κατσάπης ο οποίος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μελετά με πάθος τις αθέατες ή υποφωτισμένες πτυχές του παρελθόντος μας.
Με τη συμπλήρωση μισού αιώνα από τη Μεταπολίτευση, είδαμε φέτος ξανά και ξανά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να βγαίνει αποθεούμενος από το αεροπλάνο που του είχε διαθέσει ο Ζισκάρ Ντ’Εστέν. Πλήθη σε συναυλίες να αναγαλλιάζουν με τα τραγούδια του Μίκη. Τη βασιλεία να ξηλώνεται οριστικά με δημοψήφισμα. Τον Ανδρέα να αναγγέλλει την ίδρυση του ΠαΣόΚ. Η συμβατική Ιστορία, όσο οξυδερκώς και αμερόληπτα και αν διδάσκεται, παρουσιάζει ένα τεράστιο μειονέκτημα. Μένει στην κορυφή του παγόβουνου. Στα κρίσιμα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα. Η κοινωνία, που συνηθίζουν να την αποκαλούν -τιμητικά δήθεν, περιφρονητικά στην ουσία- "λαό", περιορίζεται σε ρόλο κομπάρσου. Αποτελεί το φόντο για τα ανδραγαθήματα και τα ανομήματα των χαρισματικών πρωταγωνιστών.
Είμαστε τυχεροί. Τη σκυτάλη έχει πάρει μια νέα γενιά επιστημόνων που ερευνούν και μας αποκαλύπτουν πως ό,τι -και όταν συνέβαινε ακόμα- περνούσε στα ψιλά. Θεωρούνταν άνευ σημασίας, αυτονόητο. Ή ελαφρύ, περαστικό, "του συρμού" όπως ονόμαζαν τότε τη μόδα. Στο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ "Η Δική μας Μεταπολίτευση", ο Στάθης Καλύβας και ο Παναγής Παναγιωτόπουλος εγκύπτουν στις τάσεις και στα νεανικά κινήματα των ‘70ς και των ‘80ς, στη θέση της γυναίκας όπως αντικατοπτρίζεται στις διαφημίσεις και στα σήριαλ, στα σταρ σύστεμ και στους αρνητές τους.
Στο συνέδριο που οργάνωσε την άνοιξη ο "Κύκλος Ιδεών" με την έμπνευση του Ευάγγελου Βενιζέλου, ακούσαμε τον Σταμάτη Φασουλή να μιλάει για το θέατρο στη Μεταπολίτευση. Τον Τάσο Μπουλμέτη για τον κινηματογράφο. Τον Ανδρέα Κούρκουλα για την εποποιία της αθηναϊκής πολυκατοικίας, που πρώτα αναθεματίστηκε και σήμερα εγκωμιάζεται από ξένους αρχιτέκτονες. Είχε προηγηθεί, τον Μάιο του 2010, ο εμβληματικός τόμος των Βαμβακά-Παναγιωτόπουλου "Η Ελλάδα στη δεκαετία του 1980". Οι καίριες, "ιδρυτικές", επισημάνσεις του Κωνσταντίνου Τσουκαλά. Και βέβαια, πριν από όλους, η καθαρόαιμη λογοτεχνία. Ο Μάριος Χάκκας, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Βασίλης Βασιλικός με τα σπαρταριστά του "Καμάκια".
Επιστρέφω στον Κώστα Κατσάπη, ο οποίος ανασκάπτει τον κοινωνικό βυθό. Το 2018, επιμελείται το συλλογικό έργο "Οι Απείθαρχοι" που από τις σελίδες παρελαύνουν χουλιγκάνοι και μοτοσικλετιστές, "ανήθικες" ΕΠΟΝίτισσες και νεαρές εκδιδόμενες κοπέλες, τοξικομανείς, πανκ, θαμώνες των σφαιριστηρίων. Πρόσωπα του ημίκοσμου και του υπόκοσμου, εξίσου αντιπαθή στο επίσημο κράτος όσο και στην παρωπιδοφόρα Αριστερά. Στο δίπτυχό του "Αυστραλία" και "Αυστραλία, η Επιστροφή", ο Κατσάπης διαλαμβάνει με τον τρόπο του "new journalism” (που εισήγαγαν από τη δεκαετία του 1960 σπουδαίοι Αμερικάνοι συγγραφείς, ο Τρούμαν Καπότε, ο Τομ Γουλφ) τη μετανάστευση στους αντίποδες.
Σύμφωνα με τη στατιστική, 400.000 Έλληνες μετανάστευσαν συνολικά στην Αυστραλία σε κύματα, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την πρόσφατη περίοδο της κρίσης. Το τρίτο κύμα, το μεταπολεμικό, υπήρξε και το μαζικότερο. Μυριάδες παιδιά της Κατοχής και του Εμφυλίου, από χωριά στη συντριπτική τους πλειονότητα της Πελοποννήσου και της Κρήτης, στοιβάζονταν στα πλοία και έπλεαν επί σαράντα μέρες στον ωκεανό. Κοπέλες και αγόρια νεότατα, έφηβοι ακόμα ή μετέφηβοι, σπάνιζαν οι άνω των τριάντα. Αρκετές και αρκετούς τους περίμεναν στη Μελβούρνη και στο Σύδνεϊ γαμπροί και νύφες – είχαν λογοδοθεί διά αλληλογραφίας – είχαν, ανάθεμα την ανάγκη τους, αποφασίσει να επανακκινήσουν τη ζωή τους σε έναν άγνωστο τόπο με ένα άγνωστο ταίρι. Να αλλάξεις γνώμη; Απαγορευόταν και ως σκέψη. Αφενός, πήγαινες στην άλλη άκρη του κόσμου. Αφετέρου, το να μην τα καταφέρεις -όπου "τα καταφέρνω" σήμαινε να γίνεις εργάτης στα τρένα ή κορδελιάστρα- εθεωρείτο ασυγχώρητο.
Τι έκαναν οι Έλληνες στην Αυστραλία - εκτός, εννοείται, από τις ευάριθμες περιπτώσεις εκείνων που έπιασαν τον ταύρο από τα κέρατα και κάλπασαν και θριάμβευσαν; Ό,τι σχεδόν παντού. Συγκρότησαν εσωστρεφείς κοινότητες που έβραζαν στο ζουμί τους. Να ερωτευτεί δική μας κοπέλα ξένο, ακόμα και καλοστεκούμενο Αυστραλό; Έγκλημα λογιζόταν καθοσίωσης. Να λείψει κανείς από την κυριακάτικη λειτουργία και τις συνεστιάσεις των τοπικών συλλόγων; Τουλάχιστον ύποπτο. Μαζεύονταν και πολιτικολογούσαν, μετέφεραν τη σύγκρουση Αριστεράς και Δεξιάς, να χαφιεδίζουν έφταναν ο ένας τον άλλον. Τα ίδια ουσιαστικά που συνέβαιναν με τους πολιτικούς πρόσφυγες στην Τασκένδη, χαλαρότερα ίσως στη Γερμανία, πολύ χαλαρότερα στην Αμερική. Το εξωφρενικότερο κι όμως κοινότατο; Απαξίωναν να μάθουν αγγλικά. Σάμπως μιλώντας τα θα πρόδιδαν τη μητρική τους γλώσσα.
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, οι περισσότεροι πρόκοψαν. Αγόρασαν σπίτι με "γιάρι", "yard”, αυλή. Κάποιοι πήραν το κομπόδεμά τους και επέστρεψαν, "κονομημένοι", στην Ελλάδα. Από τα χωριά τους στην Αθήνα μέσω Μελβούρνης. Άνοιξαν συνοικιακά μικρομάγαζα, απέκτησαν ταξί, έχτισαν μονοκατοικίες με πρόβλεψη για δεύτερο και τρίτο όροφο, ώστε να στεγαστεί η θυγατέρα και ο κανακάρης όταν θα έφτιαχναν δική τους οικογένεια.
Σε πιάνει ίλιγγος όταν συνειδητοποιείς τι πέρασαν εκείνοι οι άνθρωποι μέσα σε πενήντα χρόνια. Πόση αντοχή αλλά και πόση ξεροκεφαλιά απαιτούνταν για να μην ντελαπάρεις, για να μην χάσεις τα αβγά και τα πασχάλια. Πόσο ελάχιστο περιθώριο είχαν για να επεξεργαστούν τα βιώματά τους και να βγάλουν συμπεράσματα.
Η απόσταση που τους χωρίζει από εμάς; Μεγάλη και ελάχιστη συνάμα. Ηλικιακά γονείς μας ή παππούδες μας. Από άποψη νοοτροπίας, ονείρων και αναστολών, είμαστε η μέρα με τη νύχτα. Ή μήπως όχι; Κληρονομούνται τα τραύματα; Οι επαϊοντες απαντούν πλέον καταφατικά. Αυτό που άλλοι αποκαλούν "καημό της Ρωμιοσύνης" κι άλλοι "μιζέρια της Ψωροκώσταινας" έχει μεταφερθεί από γενιά σε γενιά, ανιχνεύεται στις δικές μας συμπεριφορές; Μας στοιχειώνει;
Την Πέμπτη που μας έρχεται, βγαίνει στις αίθουσες η ταινία "Υπάρχω". Μια βιογραφία του Στέλιου Καζαντζίδη. Πέραν των κινηματογραφικών αρετών της, η απήχησή της θα αποτελέσει μια ένδειξη για αυτό ακριβώς. Εξακολουθεί να σημαίνει ο Καζαντζίδης ή μήπως έχει ξεθωριάσει ανεπανόρθωτα; Έχουμε λόγο να ασχολούμαστε μαζί του παραμονές του 2025; Ή κάλλιο να τον ξεπεράσουμε οριστικά, να τον σκεπάσει τρυφερά η λήθη;
Το παρελθόν μάς ανήκει, δεν του ανήκουμε, θα απαντούσα εγώ. Αφού απελευθερωθούμε από τις δαγκάνες του, αφού το κατανοήσουμε και το απομυθοποιήσουμε οριστικά, έχουμε κάθε δικαίωμα να το αξιοποιήσουμε όπως θέλουμε. Ακόμα και να το αποτινάξουμε από πάνω μας. Ακόμα και να αφήσουμε επιτέλους τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους…
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
capital.gr